Ιράκ

Ιράκ
Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την Ιορδανία, στα Α με το Ιράν, στα Ν με το Κουβέιτ και στα ΝΔ με τη Σαουδική Αραβία. Στα Ν βρέχεται από τον Περσικό κόλπο.Το Ι. αποτελείται κυρίως από το μεσοποταμιακό βαθύπεδο (Ι. στα αραβικά σημαίνει βαθούλωμα, βαθύπεδο), τη μεγάλη προσχωσιγενή περιοχή που γίνεται εύφορη και ζωντανή, σήμερα όπως και στο παρελθόν, χάρη στον Τίγρη και στον Ευφράτη. Εκτός από την καθαυτό Μεσοποταμία και όλη την περιοχή που περιλαμβάνει τα εδάφη τα οποία άλλοτε ονομάζονταν Χαλδαία (Βαβυλωνία) και Ασσυρία, το Ι. αποτελείται εδαφικά από πολυάριθμες και ευρείες περιφερειακές λωρίδες. Στην πραγματικότητα, η σύγχρονη οροθέτηση του ιρακινού εδάφους είναι, όπως και για τα άλλα κράτη της νοτιοδυτικής Ασίας, καρπός επίπονων διαπραγματεύσεων, εθνικών πιέσεων και διαμελισμών, από την εποχή της αποικιοκρατίας, των περιοχών επιρροής ανάμεσα στη Μεγάλη Βρετανία και στη Γαλλία αμέσως μετά τη διάλυση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Σε πολλά τμήματα, τα σύνορα τέμνουν εδάφη στα οποία υπάρχουν νομάδες. Για να αποφευχθούν συγκρούσεις σχετικά με τη χρησιμοποίηση μερικών φρεάτων, στα Δ του Κουβέιτ δημιουργήθηκε στα σύνορα της Σαουδικής Αραβίας μια ουδέτερη ζώνη. Η ζώνη αυτή (περ. 7.000 τ. χλμ.), που δημιουργήθηκε το 1922 με τη συνθήκη της Μοχαμάρα, διοικείται και από τις δύο χώρες, με σκοπό να επιτρέπεται στις νομαδικές φυλές η ελεύθερη προσπέλαση στα φρέατα νερού και στους βοσκότοπους. Στα Α, τα σύνορα ακολουθούν τα όρη του Ζάγρου. Ιδιαίτερα επίπονος ήταν ο καθορισμός των βόρειων συνόρων εξαιτίας της παρουσίας στη ζώνη αυτή μεγάλων αποθεμάτων πετρελαίου, αλλά προπάντων εξαιτίας μιας ισχυρής κουρδικής μειονότητας, η οποία τότε ήταν αντικείμενο αμφισβητήσεων ανάμεσα σε Τούρκους και Ιρανούς.Το Ι. είναι ενιαίο κράτος και διαιρείται σε 18 επαρχίες (σε παρένθεση η αραβική ονομασία, η πρωτεύουσα και ο πληθυσμός των επαρχιών σύμφωνα με εκτιμήσεις του 1991): Αλ Ανμπάρ (al Αnbar, Ραμαντίν, 865.500), Αλ Μπάσρα ή Βασόρα (al Βasrah, Βασόρα, 1.168.800), Αρμπίλ (Αrbil, Αρμπίλ, 928.400), Βαγδάτη (Βaghdad, Βαγδάτη, 3.910.900), Καντισίγια (al Qadisiyah, Ντιουανίγια, 595.600), Καρμπάλα (Κarbala, Καρμπάλα, 567.600), Μαϊσάν (Μaysan, Αλ Αμαράχ, 524.200), Μουτάνα (al Μuthanna, Σαμάουα, 350.000), Μπαμπίλ ή Βαβυλώνα (Βabil, Χιλάχ, 1.221.100), Νατζάφ (an Νajaf, Νατζάφ, 666.400), Νινάουα ή Νινευή (Νinawa, Μαουσίλ, 1.618.700), Νταχούκ (Dahuk, Νταχούκ, 309.300), Ντι Καρ (Dhi Qar, Νασιρίγια, 1.030.900), Ντιγιάλα (Diyala, Μπακουμπάχ, 1.037.600), Ουασίτ (Wasit, Αλ Κουτ, 605.700), Σαλάχ αντ Ντιν (Salah ad Din, Σαμάρα, 772.200), Σουλεϊμανίγια (as Sulaymaniyah, Σουλεϊμανίγια, 1.124.200) και Ταμίν (Αt Τa’mim, Κιρκούκ, 605.900).Επίσημη γλώσσα είναι η αραβική, αλλά στις βόρειες επαρχίες ομιλείται και χρησιμοποιείται στην εκπαίδευση και ως επίσημη η κουρδική. Επίσης ομιλείται η τουρκική από τους Τουρκομάνους καθώς και η ασσυριακή και η αρμενική. Το 75-80% του πληθυσμού είναι Άραβες, το 15-30% Κούρδοι, ενώ το 5% Ασσύριοι, Τουρκομάνοι κ.ά.Το Ι. είναι δημοκρατία από τις 14 Ιουλίου 1958, ύστερα από το πραξικόπημα του στρατηγού Αμπντ αλ-Καρίμ Κάσεμ, που οδήγησε στην ανατροπή της μοναρχίας και στη θανάτωση του βασιλιά Φεϊζάλ Β’. Το σύνταγμα του 1990, που θα αντικαθιστούσε το προσωρινό σύνταγμα του 1968, δεν έχει τεθεί ακόμη σε ισχύ, ενώ μετά την αμερικανική επέμβαση του 2003 αναμένεται νέο σύνταγμα, δυτικού τύπου. Η νομοθετική εξουσία ανήκε στην εθνοσυνέλευση αλλά και στο επαναστατικό συμβούλιο. Τα μέλη της εθνοσυνέλευσης μέχρι το 2003 ήταν 250 και εκλέγονταν από τον λαό για 4 χρόνια. Ουσιαστικά η εξουσία ήταν συγκεντρωμένη στα χέρια του προέδρου Σαντάμ Χουσεΐν, ο οποίος βρισκόταν στην εξουσία από το 1979, ενώ από το 1994 ασκούσε και τα καθήκοντα του πρωθυπουργού.Το μοναδικό κόμμα στο Ι. έως το 2003 ήταν αυτό της κυβέρνησης, το Μπάαθ, με πρόεδρο τον Σαντάμ Χουσεΐν.Οι δικαστές, σύμφωνα με τον νόμο, είναι ανεξάρτητοι. Ανώτατο όργανο της δικαιοσύνης είναι το ακυρωτικό δικαστήριο, με έδρα τη Βαγδάτη, που λειτουργεί ως ανώτατο δικαστήριο και διαιρείται σε τέσσερα τμήματα (γενικό, αστικό, προσωπικής κατάστασης και ποινικό). Τα εφετεία είναι έξι και βρίσκονται στη Βαγδάτη (δύο), στη Βασόρα, στη Χιλά, στη Μοσούλη και στην Κιρκούκ. Τα πρωτοβάθμια δικαστήρια είναι δύο τύπων: περιορισμένα και απεριόριστα, ανάλογα με τη σπουδαιότητα της δίκης. Για δίκες ακόμα μικρότερης σπουδαιότητας, αρμόδια είναι τα ειρηνοδικεία. Χωριστά λειτουργεί η ποινική δικαιοσύνη. Εκτός από τα αστικά δικαστήρια εξακολουθούν να υπάρχουν τα θρησκευτικά δικαστήρια (Σαρία), με πρόεδρο τον καδή, τα οποία εφαρμόζουν τον νόμο του Κορανίου, αλλά η δικαιοδοσία τους είναι περιορισμένη στα θρησκευτικά και προσωπικά θέματα (γάμοι, διαζύγια κλπ.).Επίσημη θρησκεία του κράτους είναι ο ισλαμισμός (σιίτες και σουνίτες), τον οποίο ασπάζεται το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού (93%). Περίπου τα δύο τρίτα από αυτούς είναι σιίτες και οι υπόλοιποι σουνίτες. Οι σιίτες είχαν πάντως κυρίως στο κεντρικό και στο νότιο Ι., ενώ οι σουνίτες κυρίως στο βόρειο. Παρά την αριθμητική τους υπεροχή και σε αντίθεση με την κατάσταση στο γειτονικό Ιράν, οι σιίτες έχουν ελάχιστη επιρροή στη διακυβέρνηση της χώρας. Στο Ι. βρίσκονται πολλές ιερές πόλεις των σιιτών με σημαντικότερες τη Νατζάφ και την Καρμπάλα. Στη βόρεια Μεσοποταμία υπάρχουν περίπου 150.000 Γεζίτες, κουρδικής καταγωγής και γλώσσας, μέλη μιας ισλαμικής αίρεσης με προέλευση τη μυστικιστική λατρεία του δεύτερου Ομεϊάδη χαλίφη Γεζίντ. Στις κυριότερες πόλεις υπάρχουν περίπου 520.000 χριστιανοί, μεταξύ των οποίων Νεστοριανοί, Ιακωβίτες, ουνίτες και προτεστάντες.Η ανάπτυξη της χώρας, από πολιτιστική άποψη, άρχισε μόνο μετά την απόκτηση της ανεξαρτησίας της. Το 1940 δημοσιεύτηκε νόμος που καθόριζε τις κυριότερες αρχές στις οποίες έπρεπε να βασίζεται η εκπαίδευση με σκοπό να περιοριστεί ο αναλφαβητισμός του πληθυσμού, ο οποίος σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του 1995 υπολογιζόταν σε 48%. Η στοιχειώδης εκπαίδευση είναι δωρεάν και υποχρεωτική και διαρκεί έξι χρόνια. Η μέση εκπαίδευση διαιρείται σε δύο τριετείς κύκλους. Η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται στα επτά πανεπιστήμια της χώρας, τρία στη Βαγδάτη και από ένα στη Βασόρα, στο Ιρμπίλ, στο Τικρίτ και στη Μοσούλη.Η στρατιωτική θητεία είναι υποχρεωτική για όλους τους άντρες που συμπληρώνουν το 18ο έτος της ηλικίας τους και διαρκεί 18-24 μήνες. Το 1998 οι ιρακινές ένοπλες δυνάμεις διέθεταν 429.000 στρατιώτες εν ενεργεία και 650.000 σε εφεδρεία. Ο στρατός είχε προσωπικό 375.000 άνδρες, η πολεμική αεροπορία 350.000 και το πολεμικό ναυτικό 2.000. Η Επαναστατική Φρουρά αποτελούσε ένα σώμα με ιδιαίτερη εκπαίδευση και προνόμια για την προστασία του προέδρου της χώρας. Στην εισβολή στο Κουβέιτ, τον Αύγουστο του 1990, συμμετείχαν περισσότεροι από 300.000 στρατιώτες, αλλά οι απώλειες σε ζωές και εξοπλισμό κατά τον πόλεμο του Κόλπου ήταν τεράστιες· εκτιμάται ότι η πολεμική αεροπορία έχασε τα δύο τρίτα των αεροσκαφών της. Η αποδυνάμωση του ιρακινού στρατού προκάλεσε έκπληξη το 2003, κατά την επέμβαση των αμερικανικών και βρετανικών στρατευμάτων στη χώρα.Μετά τον πόλεμο του Κόλπου, οι κυρώσεις που επιβλήθηκαν στο Ι. και η άρνηση της χώρας να πειθαρχήσει στις αποφάσεις των Ηνωμένων Εθνών είχαν ως αποτέλεσμα την πτώση του επιπέδου υγείας στη χώρα. Σε αυτό συνέβαλαν οι κακές συνθήκες υγιεινής και πολλές ενδημικές ασθένειες, οι οποίες επιδεινώθηκαν έπειτα από τον πόλεμο και το εμπάργκο των Ηνωμένων Εθνών. Το 1999 αντιστοιχούσαν 2.091 πολίτες σε κάθε γιατρό, ενώ το 2002 η παιδική θνησιμότητα ανερχόταν σχεδόν στο 5,8%. Το εμπάργκο είχε αποτέλεσμα την αύξηση του ελλείμματος σε ιατρικές προμήθειες σε ποσοστό 85%, γεγονός που οδήγησε χιλιάδες ανθρώπους στον θάνατο. Το 1998 αντιστοιχούσε μία νοσοκομειακή κλίνη σε 690 άτομα. Όσον αφορά την κοινωνική ασφάλεια των εργαζομένων, ο νόμος που εισήχθη το 1957 προβλέπει παροχές για τη μητρότητα, την ανικανότητα, την ανεργία και το γήρας.Η γεωλογική δομή του ιρακινού εδάφους είναι σχετικά απλή, αφού αποτελείται κυρίως από ένα βαθύπεδο του παλαιοζωικού, το οποίο, καλυμμένο από ισχυρά θαλάσσια ιζηματογενή στρώματα, αντιστάθηκε στις καινοζωικές ορεογενετικές κινήσεις, οι οποίες σχημάτισαν τα ορεινά τόξα του Ταύρου και του Ζάγρου. Η μεγάλη και συμπαγής μάζα, που έμεινε βασικά άκαμπτη, υπέστη μια κλίση προς τα Ν και, από τα τέλη του καινοζωικού αιώνα, καλύφθηκε, στο πιο νότιο τμήμα, από τις προσχώσεις του Τίγρη και του Ευφράτη, σύμφωνα με μια διαδικασία που βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη. Το ορεινό περίγραμμα του Ι. αποτελεί μια ιδιόρρυθμη μορφολογική αντίθεση με το βαθύπεδο. Σε αυτό, πολυάριθμα τεκτονικά ρήγματα ευνόησαν τη διείσδυση βασαλτικών πετρωμάτων. Εξάλλου, τα ανάγλυφα αυτά, που αποτελούνται κυρίως από ασβεστολιθικά πετρώματα, παρουσιάζουν ευρεία διάδοση των καρστικών φαινομένων.Το ιρακινό έδαφος, που βρίσκεται ανάμεσα στη συριακή έρημο (της οποίας καταλαμβάνει ένα μεγάλο τμήμα στα Α) και στις ορεινές αλυσίδες του Ιράν και της Τουρκίας, περιλαμβάνει κυρίως τη μεγάλη ανατολική περιοχή του συροαραβικού υψιπέδου του παλαιοζωικού, στην οποία κυριαρχούν προς τον Περσικό κόλπο οι πρόσφατες προσχώσεις του Τίγρη και του Ευφράτη. Κατά συνέπεια, το βαθύπεδο, που αποτελεί το ζωτικό τμήμα του Ι., παρεμβάλλεται ανάμεσα σε δύο διαφορετικές ζώνες, αφενός στις οροσειρές του αλπικού και μεσογειακού τύπου, αφετέρου στις πεδινές εκτάσεις της Αραβίας. Τα βουνά του Ταύρου και του Ζάγρου, που στο ανατολικό τμήμα υψώνονται μέχρι τα 3.500 μ., σχηματίζουν ένα γιγαντιαίο τόξο ορεινών αλυσίδων, που διευθύνεται πρώτα από τα Δ στα Α και ύστερα από τα ΒΔ στα ΝΑ, ώσπου καταλήγει στον Περσικό κόλπο. Ανάμεσα στο ένα ανάγλυφο και στο άλλο υπάρχουν κοιλάδες και εσωτερικές κόγχες, όπως εκείνες στις οποίες βρίσκονται η Ρουαντίζ και η Σουλεϊμανίγια, εμπορικά κέντρα με κουρδικό πληθυσμό. Στα Δ και στα ΝΔ της χώρας απλώνονται, αντίθετα, οι ερημικές εκτάσεις. Το τμήμα του αραβικού υψιπέδου που εισχωρεί στο Ι. έχει τη μορφή μιας εκτεταμένης πεδιάδας που κλίνει ελαφρά προς τον Ευφράτη, ο οποίος παίρνει την ονομασία Αλ Ουιντιάν. Είναι μια περιοχή διάβασης ανάμεσα στην έρημο της Αραβίας και της Συρίας και στα τέλματα της Βαβυλωνίας, που διαρρέεται από πολυάριθμους ουιντιάν, όπου υπάρχει νερό για μερικές εβδομάδες μετά τις χειμερινές βροχές. Το Ι. παρουσιάζει μια σφήνα προς τα Δ, με αποτέλεσμα να συνορεύει και με την Ιορδανία. Εκεί βρίσκεται σπουδαία οδική αρτηρία που, διασχίζοντας τη Ρούτμπα, συνδέει τη Δαμασκό με τη Βαγδάτη. Η υπόλοιπη περιοχή, με εξαίρεση τα βόρεια και ανατολικά ορεινά ανάγλυφα και το δυτικό ερημικό οροπέδιο, είναι η κεντρική Μεσοποταμία, μια μεγάλη πεδινή ζώνη με περιορισμένο υψόμετρο και μικρή κλίση.Καθοριστικά για το κλίμα του Ι. είναι προπάντων τα υψώματα του συροαραβικού επιπέδου, που εμποδίζουν τους μεσογειακούς ανέμους να ασκήσουν την ευεργετική επιρροή τους. Επιπλέον, οι οροσειρές, που κλείνουν τη χώρα από τα Β, εμποδίζουν την είσοδο στους δροσερούς ανέμους του βορρά. Κατά συνέπεια, το κλίμα είναι καθαρά ηπειρωτικό, με μέσες θερμοκρασίες αρκετά πιο υψηλές απ’ όσο στις μεσογειακές χώρες. Τα καλοκαίρια είναι πάρα πολύ ζεστά, με μέσες θερμοκρασίες τον Ιούλιο 33-34°C στη Βαγδάτη και πάνω από 34°C στη Μοσούλη. Κατά τη διάρκεια του πιο ψυχρού μήνα η Βαγδάτη έχει μέση θερμοκρασία 8°C και η Μοσούλη 5°C. Η ετήσια θερμική διακύμανση είναι επομένως πολύ έκδηλη, ενώ ιδιαίτερα υψηλές είναι οι ακραίες τιμές θερμοκρασίας. Στη Μοσούλη η θερμοκρασία έχει φτάσει τους 51°C και στη Βασόρα τους 50°C. Οι βροχοπτώσεις είναι περιορισμένες, αλλά αυξάνουν προς τις βορειοανατολικές περιοχές. Αν εξαιρεθούν οι ερημικές ζώνες, οι ελάχιστες τιμές απαντώνται μεταξύ Βαγδάτης και Βασόρας, με 50-100 χιλιοστά τον χρόνο. Το ξηρό κλίμα επηρεάζει πολύ τη βλάστηση. Οι στέπες της άνω Μεσοποταμίας, όπου οι φλέβες νερού δεν είναι βαθιές, επιτρέπουν τη βοσκή κατά τη διάρκεια όλου του χρόνου στο έδαφος εκείνο που συνήθως ονομάζεται Εύφορη Ημισέληνος. Αντίθετα, στη νότια Μεσοποταμία ο κύκλος βλάστησης των φυτών είναι πολύ σύντομος. Μερικά δέντρα εμφανίζονται μονάχα κοντά στους ποταμούς. Δεν είναι σπάνιο να βρει κανείς σε αυτοφυή κατάσταση ιδιαίτερα είδη αγρωστωδών, που θεωρούνται αρχικές μορφές μερικών καλλιεργημένων τύπων δημητριακών. Οι λόφοι και τα βόρεια βουνά έχουν ακόμα μερικά δάση (δρυών), ιδιαίτερα στα πιο απρόσιτα μέρη, τα οποία ο άνθρωπος δεν μπόρεσε να καταστρέψει. Στην κεντρική Μεσοποταμία, ιδιαίτερα στα Ν, είναι πολύ εκτεταμένοι οι φοινικώνες. Κοντά στο Σατ αλ-Άραμπ είναι κοινοί και οι καλαμώνες, που καλύπτουν έκταση περίπου 2.000 τ. χλμ. Στο σύνολο, οι κλιματικές συνθήκες μαζί με την υδρογραφία παρουσιάζουν καθαρή αντίθεση ανάμεσα στο νοτιοδυτικό ερημικό τμήμα του εδάφους και στο λοφώδες νοτιοανατολικό, όπου οι βροχοπτώσεις είναι συχνές.Η υδρογραφία της Μεσοποταμίας χαρακτηρίζεται από τον Τίγρη (1.950 χλμ.) και από τον Ευφράτη (2.800 χλμ.), που πηγάζουν από το αρμενικό υψίπεδο σε μια ζώνη πλούσια σε νερά, όπου χιονίζει τον χειμώνα, με αποτέλεσμα να υπάρχουν πολύτιμα αποθέματα νερού την εποχή που λιώνουν τα χιόνια. Ο Ευφράτης έχει λεκάνη απορροής περίπου 760.000 τ. χλμ. Οι πηγές του βρίσκονται κοντά στην Ερζερούμ, στην τουρκική Αρμενία, και ο ρους του έχει προσαρμοστεί στη δομή των αναγλύφων. Υπερπηδά, αρχικά, σε έναν στενό λαιμό τον Αντίταυρο, διαρρέει την ανατολική Συρία και εισέρχεται στο Ι. ύστερα από ρου 1.500 χλμ. Έως το ύψος της Χιτ ρέει σε μια κοίτη με ψηλά τοιχώματα παράλληλα με τον Τίγρη. Ύστερα διαρρέει το προσχωματικό βαθύπεδο και συμβάλλει, τέλος, 12 χλμ. στα Β της Βασόρας, στο Σατ αλ-Άραμπ. Ο ποταμός είναι ελικοειδής, ελάχιστα πλωτός, ενώ χρησιμοποιείται σε μεγάλη κλίμακα για αρδευτικούς σκοπούς. Η μέση παροχή του είναι σήμερα 1.095 κ.μ., με αξιοσημείωτες διαφορές μεταξύ Απριλίου (πλημμύρες 1.750 κ.μ.) και Οκτωβρίου (πτώσεις της στάθμης των νερών 250-350 κ.μ.). Ο Τίγρης πηγάζει και αυτός από την Τουρκία, από το ανάγλυφο του αρμενικού Ταύρου. Η λεκάνη απορροής του έχει επιφάνεια ίση με τη μισή της λεκάνης του Ευφράτη, ενώ είναι πιο πλούσιος σε νερά, γιατί δέχεται μερικούς σημαντικούς παραποτάμους (Μεγάλος και Μικρός Ζαμπ, Ντιάλα) από τις περσικές περιφερειακές οροσειρές. Εξυπηρετεί επίσης τη ναυσιπλοΐα. Ωστόσο, το πλάτος του περιορίζεται, όπως και η παροχή του, προς το δέλτα. Η μεταφερόμενη ιλύς είναι άφθονη (ο Τίγρης μεταφέρει στις πλημμύρες 2.500 γρ. ιλύος ανά κ.μ. νερού) και τα ιζήματα είχαν ως αποτέλεσμα να γεμίσει κατά τους ιστορικούς χρόνους το πιο εσωτερικό τμήμα του Περσικού κόλπου· φαίνεται ότι πριν από 2.000 χρόνια ο Σατ αλ-Άραμπ δεν υπήρχε και ο Καρούν είχε ανεξάρτητο ρου. Το δέλτα εξακολουθεί να προχωρεί με ρυθμό περίπου 3 χλμ. τον αιώνα. Στις όχθες του Τίγρη και του Ευφράτη, από το γεωγραφικό πλάτος της Βαγδάτης έως τη θάλασσα, υπάρχουν εκτεταμένες βαλτώδεις περιοχές, που ονομάζονται χορ ή μπαχρ, λίγο ή πολύ μεγάλες, ανάλογα με τις βροχές και τις πλημμύρες των ποταμών. Όλη η περιοχή στα Δ της Βασόρας είναι ένα τεράστιο χορ (Χορ αλ-Χαμάρ) με χαμηλή βλάστηση, καθώς καλύπτεται από βούρλα και καλάμια.Βόρεια Μεσοποταμία. Σε γενικές γραμμές η περιοχή αυτή αντιστοιχεί με την αρχαία Ασσυρία. Είναι ένα μονότονο οροπέδιο με μικρή κλίση, καλυμμένο από ένα ελαφρό προσχωματικό στρώμα, κάτω από το οποίο βρίσκονται τα πετρώματα που αποτελούν την κρυσταλλοπαγή βάση της Συρίας και της Αραβίας, η οποία τονίζεται περιστασιακά από μερικές ηφαιστειογενείς κορυφές και ορισμένες παράλληλες ράχες, μαρτυρία μιας πρόσφατης ορεογένεσης. Το ανάγλυφο συμπυκνώνει τις βροχοπτώσεις και καθιστά τις ζώνες που βρίσκονται στους πρόποδες των βουνών σχετικά εύφορες (καλλιέργεια σιταριού). Στις πεδινές ζώνες δεν είναι σπάνιοι οι λόφοι (τελ), που αποτελούνται από τη συσσώρευση των ερειπίων των αρχαίων οικισμών. Ενώ τα ανάγλυφα δεν έχουν συνήθως δέντρα, στην πεδιάδα εναλλάσσονται καλλιέργειες με βοσκότοπους. Ο πληθυσμός, αν και δεν φτάνει σε πολύ υψηλές πυκνότητες, είναι κανονικά κατανεμημένος. Η οικονομική συμβολή της ζώνης ενισχύθηκε όταν ανακαλύφθηκε εκεί πετρέλαιο. Στα Β και στα ΒΑ ο ορίζοντας περιορίζεται από ορεινές αλυσίδες (τις πιο βόρειες δακτυλοθεσίες του Ζάγρου), που καταλαμβάνουν το ιρακινό Κουρδιστάν. Τα κράσπεδά τους αποτελούνται από λοφώδη ανάγλυφα, που διακόπτονται από εύφορες και καλλιεργημένες κοιλάδες. Σε αυτή την περιοχή είναι ανεπτυγμένες οι κυριότερες τοποθεσίες, όπως η Μοσούλη, η Αρμπίλ (Άρβηλα) και η Κιρκούκ. Το υπόλοιπο τμήμα της βόρειας Μεσοποταμίας, με εξαίρεση τις λωρίδες που βρίσκονται κοντά στους ποταμούς, είναι μια στεπική χώρα, προέκταση προς τα ΒΑ του αραβοσυριακού Χαμάντ, τμήματος της Εύφορης Ημισελήνου, το οποίο ανήκει στους νομάδες. Οι φυλές μετακινούνται συνεχώς και δεν είναι σπάνιες οι συγκρούσεις για την κατοχή των βοσκοτόπων. Ερημικό είναι προπάντων το έδαφος που βρίσκεται ανάμεσα στον Τίγρη και στον Ευφράτη, το οποίο ονομάζεται από τους Άραβες Αλ-Τζαζίρα. Σε αυτό απουσιάζει η επιφανειακή υδρογραφία, ενώ υπάρχουν πολυάριθμες κλειστές λεκάνες, που συγκεντρώνουν για αρκετό διάστημα τα νερά, ύστερα από σύντομες αλλά βίαιες βροχοπτώσεις. Μόνο σε πρόσφατη εποχή, ομάδες μόνιμου πληθυσμού άρχισαν να ξανακατοικούν την περιοχή, από τα Β προς τα Ν. Νότια Μεσοποταμία. Πρόκειται για μια περιοχή διαφορετική σε έδαφος, κλίμα, βλάστηση και γεωργική οικονομία. Οι κοιλάδες, που έως τώρα ήταν αρκετά περιορισμένες, διευρύνονται και οι ποταμοί επιβραδύνουν τον ρου τους. Πρόκειται για ένα τεράστιο δέλτα, με χαμηλούς και εκτεταμένους ορίζοντες, το οποίο αποτελείται από τις συνδυασμένες παροχές των δύο πολύ δραστήριων ποτάμιων συστημάτων, του Τίγρη-Ευφράτη και του Καρούν, ο οποίος πηγάζει από την οροσειρά του Ζάγρου. Σε μήκος 600 χλμ. (ανάμεσα στην άνω Μεσοποταμία και στον Περσικό κόλπο) και πλάτος 200 χλμ. (ανάμεσα στην οροσειρά του Ζάγρου και στο οροπέδιο της Αραβίας) οι προσχωματικές εναποθέσεις έχουν γεμίσει το βαθύπεδο και έχουν απωθήσει τη θάλασσα προς τα ΝΔ. Κατά τις πλημμύρες παρατηρούνται αλλαγές στον ρου, ενώ εκτεταμένες ζώνες κατακλύζονται από τα νερά. Όταν υποχωρούν τα νερά, επικρατεί ξηρασία και μόνο οι νομάδες μπορούν να ζήσουν άνετα. Οι αρδευόμενες ζώνες, που προχωρούν σαν σφήνες με στενές λωρίδες και προς τα Β, διευρύνονται όλο και περισσότερο στην έξοδο του Τίγρη και του Ευφράτη στην πεδιάδα, επιτρέποντας τις καλλιέργειες βαμβακιού και ρυζιού. Οι κάτοικοι από αρχαιοτάτων χρόνων αντιμετώπισαν την υδρογραφική αταξία της περιοχής. Σήμερα, μετά τις εργασίες για τη διευθέτηση των ποτάμιων υδάτων, το τοπίο έχει πολλές διώρυγες για να αποχετεύουν τα νερά των πλημμύρων και της αποστράγγισης, για την αφαλάτωση του εδάφους καθώς και για την άρδευση.Φυσική οδός ανάμεσα στον Αραβικό κόλπο και στη Μεσόγειο, το σημερινό ιρακινό έδαφος, προπάντων το νοτιότερο τμήμα του (η αρχαία Βαβυλωνία), είναι μία από τις περιοχές στις οποίες από τα αρχαία χρόνια άκμασαν μόνιμα εγκατεστημένοι πολιτισμοί. Ο πρώτος μεγάλος πολιτισμός ήταν των Σουμερίων, στους οποίους οφείλονται αρδευτικά έργα για τη ρύθμιση των ποτάμιων υδάτων, η ίδρυση σπουδαίων πόλεων και η δημιουργία μιας μεγάλης και περίπλοκης οργάνωσης για την εγκατάσταση μόνιμων οικισμών. Τους Σουμέριους διαδέχθηκαν οι Αμορραίοι, ύστερα οι Ασσύριοι και μετά οι Πέρσες, οι οποίοι προκάλεσαν την ολοκληρωτική καταστροφή της Βαβυλώνας (538 π.Χ.). Η Βαβυλώνα υπήρξε το μεγαλύτερο πνευματικό, πολιτικό και οικονομικό κέντρο της περιοχής από τη 2η χιλιετία π.Χ., όταν πραγματοποιήθηκε μια αποφασιστική μετακίνηση των πληθυσμών προς τα Β. Μετά τη σύντομη ελληνιστική παρουσία, η χώρα διατήρησε την ανεξαρτησία της έως την ξαφνική αραβική κατάκτηση του 7ου αι. στην οποία οφείλεται το μεγαλείο της Μεσοποταμίας, που έφτασε στο αποκορύφωμά του με την ίδρυση της Βαγδάτης και με μια αξιοσημείωτη δημογραφική αύξηση. Αυτό ήταν το λογικό αποτέλεσμα της γεωργικής πολιτικής που άσκησαν οι Άραβες, οι οποίοι έδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον για την άρδευση των αγρών και είχαν διαδώσει την οπωροκαλλιέργεια παράλληλα με τις πατροπαράδοτες καλλιέργειες των δημητριακών.Την εποχή που το Ι. αποτέλεσε μέρος, κατά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, των βρετανικών κτήσεων αριθμούσε περίπου 2.500.000 κατοίκους. Ο πληθυσμός μαστιζόταν από τον υποσιτισμό και τις αρρώστιες, ενώ η παιδική θνησιμότητα έφτανε σε μερικές περιοχές –σύμφωνα με περιηγητές της εποχής– τιμές που πλησίαζαν το 75%. Η ανεπάρκεια υγιεινών συνθηκών εξηγεί πώς έως τις παραμονές του Β’ Παγκοσμίου πολέμου ο ιρακινός πληθυσμός είχε μια μέση ετήσια αύξηση μάλλον χαμηλή (πραγματικά, το 1938 αριθμούσε μόνο 3.700.000 κατοίκους), ενώ στα επόμενα είκοσι χρόνια η αύξηση υπερδιπλασιάστηκε και τα ποσοστά αυξήθηκαν ακόμα περισσότερο στα χρόνια που ακολούθησαν. Σήμερα ξεπερνά το 35‰, γεγονός που οφείλεται σχεδόν εξ ολοκλήρου στην υπερβολική φυσική κίνηση του πληθυσμού. Οι μεταναστεύσεις περιορίζονται σε μικρές ομάδες Αρμενίων και Παλαιστινίων. Οι πιο πρόσφατοι υπολογισμοί αναφέρουν περίπου 24 εκατ. μόνιμα εγκατεστημένους κατοίκους στο Ι., στους οποίους πρέπει να προστεθεί ένας αριθμός νομάδων (μεταξύ 300.000 και 400.000) που δεν περιλαμβάνονται στις απογραφές. Πρόκειται πραγματικά, παρά τη μεγάλη αύξηση των τελευταίων χρόνων, για έναν περιορισμένο αριθμό, ενώ υπάρχει σύμφωνη γνώμη ότι το Ι., με τις μεγάλες γεωργικές του δυνατότητες, είναι μια χώρα αραιοκατοικημένη. Το βιοτικό επίπεδο είναι ακόμα μάλλον χαμηλό και η διατροφή συχνά ανεπαρκής, ιδιαίτερα στην ύπαιθρο. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 το προσδόκιμο ζωής στη χώρα υπολογιζόταν στα 64 χρόνια· από το 1991, εξαιτίας του πολέμου του Κόλπου, μειώθηκε στα 46 για τους άνδρες και στα 57 για τις γυναίκες, ενώ το 2002 έφτασε στα 66 χρόνια για τους άνδρες και στα 69 χρόνια για τις γυναίκες. Η κατανομή του πληθυσμού δεν είναι ομοιογενής. Η μέση πληθυσμιακή πυκνότητα υπολογίζεται σε 55 κατ. ανά τ. χλμ. (2002). Οι πιο υψηλές πυκνότητες παρατηρούνται στην αρδευόμενη ύπαιθρο της κάτω Μεσοποταμίας, στη βόρεια λοφώδη ζώνη (όπου είναι δυνατές οι καλλιέργειες χωρίς την ανάγκη άρδευσης), κοντά στους ποταμούς και γύρω από τις κυριότερες πόλεις. Πιο αραιοκατοικημένη, εκτός από τα ερημικά εδάφη και την ορεινή ζώνη του Ζάγρου, είναι η κεντρική Μεσοποταμία. Η κεντρική και ανοιχτή θέση της χώρας εξηγεί γιατί ο πληθυσμός δεν είναι αμιγής. Τη μεγάλη πλειονότητα αποτελούν οι Άραβες, που φτάνουν το 80%. Σπουδαιότερη μειονότητα είναι οι Κούρδοι (15%), οι οποίοι ζουν κυρίως στις βόρειες ορεινές περιοχές και τείνουν να αποκτήσουν μια διαφοροποιημένη εθνικότητα. Η θρησκεία τους είναι ίδια με αυτή του αραβικού πληθυσμού και η γλώσσα τους –πολύ κοντά στην περσική– ανήκει στην ινδοευρωπαϊκή οικογένεια. Οι τάσεις αυτές προσέκρουσαν στη σθεναρή αντίσταση της ιρακινής κυβέρνησης, παρά τα μέτρα για την παραχώρηση μιας τυπικής αυτονομίας. Έτσι, δημιουργήθηκε μια κατάσταση σύρραξης και μόνο το 1975 η αντίσταση των Κούρδων ανταρτών –οι οποίοι, υποστηριζόμενοι από το Ι., διεκδικούσαν επίσης τον έλεγχο στις πετρελαιοφόρες ζώνες του βορρά– κάμφθηκε. Ο αγώνας των Κούρδων για αυτονομία και δημιουργία ανεξάρτητου κράτους συνεχίστηκε, ενώ σοβαρές συγκρούσεις σημειώθηκαν και κατά το 1996. Μικρές ομάδες Τούρκων ζουν στις πόλεις, παλαιοί δημόσιοι υπάλληλοι ή στρατιωτικοί, οι οποίοι αποτελούσαν τμήμα των φρουρών που υπήρχαν για να προστατεύουν τις οδούς επικοινωνίας. Όσον αφορά τη θρησκεία, η μουσουλμανική αντιπροσωπεύει την επικρατούσα ομολογία, χωρισμένη όμως σε δύο μεγάλες ομάδες, συχνά εχθρικές μεταξύ τους: το 61% είναι σουνίτες και το 32% σιίτες. Οι πρώτοι επικρατούν στον βορρά και στον νότο. Αντίθετα, στο κέντρο είναι μεγαλύτερος ο αριθμός των σιιτών, ιδιαίτερα στις ιερές πόλεις Νατζάφ και Καρμπάλα. Η χριστιανική θρησκεία διατηρείται στο βόρειο Ι., ιδιαίτερα στη Μοσούλη, όπου κατοικούν πιστοί διαφορετικών Εκκλησιών και τελετουργιών.Μέρος των κατοίκων ζει σε νομαδική κατάσταση και μετακινείται διαρκώς σε ένα έδαφος που εκτείνεται σε περίπου 150.000 τ. χλμ. Οι μετακινήσεις γίνονται σε καθορισμένες εποχές προς καινούργιους βοσκότοπους. Οι φυλές μετακινούνται από τις βόρειες στέπες της Εύφορης Ημισελήνου και από τις ζώνες που διαρρέονται από τον Τίγρη και τον Ευφράτη προς τις νοτιοδυτικές ερήμους, στις οποίες φθάνουν κατά τη διάρκεια των βροχερών, χειμερινών εποχών. Το καλοκαίρι παραμένουν κοντά στις οάσεις, όπου ανταλλάσσουν τα προϊόντα τους με χουρμάδες και δημητριακά. Εκτός από τους βεδουίνους του καθαυτό ερημικού τμήματος, που συνορεύει με την Αραβία, υπάρχουν και ομάδες Κούρδων που ζουν σε νομαδική κατάσταση. Υπάρχουν, επίσης, ημινομάδες Άραβες, που ασχολούνται με τη γεωργία σε ορισμένα διαστήματα. Διατηρούν αγρούς κοντά στους ποταμούς, τους οποίους επισκέπτονται σε καθορισμένες εποχές για τη σπορά και τη συγκομιδή των περιορισμένων αγροτικών ειδών, που χρησιμεύουν κυρίως για τη διατροφή αυτών των φυλών. Οι συγκεκριμένοι νομάδες είναι συνήθως συγκεντρωμένοι σε φυλές, καθεμία από τις οποίες έχει αρχηγό έναν σεΐχη. Οι μετακινήσεις ευνοούνται από το περιβάλλον, αλλά και στο Ι. παρατηρείται πλέον η τάση των νομάδων για μόνιμη εγκατάσταση. Στο σύνολο, περίπου το 25% του ενεργού πληθυσμού θεωρείται αγροτικό. Ο πληθυσμός αυτός ζει κυρίως σε μικρά χωριά, που πυκνώνουν κοντά στους ποταμούς όπου το έδαφος είναι πιο εύφορο. Η όψη του χωριού είναι γενικά φτωχή και παραμελημένη. Το πατροπαράδοτο σπίτι, εξαιτίας της προσχωματικής φύσης του μεσοποταμιακού εδάφους, κατασκευάζεται κυρίως από λάσπη και βούρλα, στη μεσοποταμιακή ζώνη, ενώ αλλού από πλίθες ξεραμένες στον ήλιο. Στη στέπα, οι ημινομάδες διατηρούν προσωρινές κατοικίες στις παρυφές των καλλιεργημένων αγρών ή ζουν σε αντίσκηνα από ψάθα. Στον βορρά, οι Κούρδοι κατοικούν σε σπίτια από ξερολιθιά ή από πλίνθους ψημένους στον ήλιο, ενώ πιο περίπλοκο είναι το αρμενικό σπίτι, από πέτρα και λάσπη, με μόνο ένα πάτωμα, αλλά συχνά με ημιυπόγειο και ταράτσα. Τέλος, οι ημινομάδες της Μεσοποταμίας κατασκευάζουν προσωρινές κατοικίες από βούρλα, που οι κορυφές τους, δεμένες μεταξύ τους, σχηματίζουν τόξα και είναι ενισχυμένες με ξύλινους πασσάλους και σκεπασμένες με ψάθες.Η τοποθεσία των πρώτων μεσοποταμιακών πόλεων συνδεόταν με την παρουσία ενός ποταμού. Στο σύνολο, όμως, της περιοχής μπορούν να διακριθούν τρεις ζωτικοί πυρήνες: ο πρώτος κοντά στη θάλασσα (ωστόσο, μακριά σήμερα, εξαιτίας της προοδευτικής προώθησης της ακτής), σε μια γραμμή που χαρακτηρίζεται από τα λείψανα της Ουρ, της Ουρούκ κλπ., ο άλλος, εκεί όπου οι δύο ποταμοί πλησιάζουν ο ένας τον άλλο, έδρα, σε διαφορετικές εποχές, της Βαβυλώνας και της Κτησιφώντος και ο τρίτος, στη συμβολή του Τίγρη, στις κοιλάδες που κατεβαίνουν από τα βόρεια ανάγλυφα. Ορισμένες από αυτές τις πόλεις έγιναν εστίες πολιτισμών, όπως ο ασσυριακός ή ο βαβυλωνιακός. Από όλες αυτές, η Βαβυλώνα γνώρισε τη μεγαλύτερη ακμή. Αντίθετα, στον βορρά (αρχαία Ασσυρία), η Νινευή υπήρξε η σπουδαιότερη πόλη, προπάντων για τη θέση της κοντά σε μερικά πολυσύχναστα ορεινά περάσματα. Η σημερινή πόλη Μοσούλη, κοντά στα ερείπια της Νινευή, εξακολουθεί να είναι κέντρο επικοινωνίας στη διέξοδο προς την πεδιάδα. Όταν εξαφανίστηκαν οι παλιές βαβυλωνιακές πόλεις, εμφανίστηκε η αραβική αστυφιλία, που σε πολλές περιπτώσεις αναπτύχθηκε στην τοποθεσία των πιο αρχαίων πόλεων. Όμως, πλημμύρες, αλλαγές της κατεύθυνσης των ποταμών και εισβολές κατέστησαν ασταθή την πολεοδομική μορφή της χώρας. Ωστόσο, οι αραβικές πόλεις χτίστηκαν και αυτές κοντά σε ποταμούς και απέκτησαν την κατάλληλη μορφή για τον ρόλο τους ως εμπορικών και θρησκευτικών κέντρων, με το τζαμί στο κέντρο και το παζάρι. Η Βαγδάτη, λόγω της κεντρικής τοποθεσίας της, γνώρισε ανάπτυξη που παρέμεινε μοναδική, έως τον 13ο αι., στον ισλαμικό κόσμο. Στα νεότερα χρόνια, αυτή ήταν πάλι η πόλη που απορρόφησε πρώτη, στις λειτουργίες της ως πρωτεύουσας, τα στοιχεία της πολεοδομίας της δυτικής έμπνευσης, με κτίρια από μπετόν αρμέ παράλληλα με τα πιο παλιά, χαμηλά, πλίθινα, με φαρδείς δρόμους γεμάτους αυτοκίνητα αλλά και με μεγάλες και φτωχές συνοικίες στην περιφέρεια, έδρες των πολυάριθμων ομάδων καινούργιων κατοίκων, όπου η πλίθινη καλύβα βρίσκεται δίπλα στο αντίσκηνο του βεδουίνου, που προσπαθεί και αυτός να αλλάξει τρόπο ζωής. Απόψεις όμοιες, τυπικές της προσωρινής πολεοδομίας, αλλά με ισχυρή επέκταση (συνολικά περισσότερο από το 74% του ιρακινού πληθυσμού θεωρείται αστικό), απαντώνται και στις άλλες κύριες πόλεις. Κυριότερες πόλεις της χώρας είναι σήμερα (σε παρένθεση ο πληθυσμός το 1987, οπότε έγινε η τελευταία αξιόπιστη απογραφή, καθώς και οι εκτιμήσεις είτε του 1995 είτε του 2002· λεπτομέρειες στα αντίστοιχα λήμματα): η πρωτεύουσα Βαγδάτη (4.487.000 το 1995, περ. 5.800.000 το 2002), Βασόρα (406.296 το 1987, περ. 1.500.000 το 2002), Κιρκούκ (418.624 το 1987, περ. 800.000 το 2002), Μοσούλη (664.223 το 1987, περ. 1.800.000 το 2002).Ο πόλεμος του Περσικού κόλπου (1990-91) κατέστρεψε ουσιαστικά την οικονομική δομή της χώρας. Το οικονομικό εμπάργκο που επέβαλε ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) οδήγησε στην απομόνωση της χώρας. Η κατάσταση, τέλος, επιδεινώθηκε με την κατάρρευση του καθεστώτος Χουσεΐν, μετά την αμερικανο-βρετανική επέμβαση το 2003. Ωστόσο, η χώρα διαθέτει τεράστια αποθέματα πετρελαίου, φυσικού αερίου και εκπαιδευμένου εργατικού δυναμικού. Το ΑΕΠ ανήλθε σε 59.000 εκατ. δολάρια ΗΠΑ το 2001. Το κατά κεφαλήν εισόδημα φτάνει τα 2.500 δολάρια και ο πληθωρισμός πλησιάζει το 60% (2001). Σύμφωνα με τα στοιχεία του 1990, το 18% του ενεργού πληθυσμού απασχολείται στον αγροτικό τομέα και ανάλογο ποσοστό (18%) στη βιομηχανία. Δεν υπάρχουν αξιόπιστες εκτιμήσεις για τη σημερινή κατάσταση. Η ενέργεια προέρχεται κυρίως από θερμοηλεκτρικούς (98%) και υδροηλεκτρικούς (2%) σταθμούς. Ο τουρισμός, που ήταν σημαντικό έσοδο, είναι πλέον σχεδόν ανύπαρκτος.Ο εκσυγχρονισμός της γεωργίας έχει αρχίσει από καιρό. Με την αγροτική μεταρρύθμιση του 1970, τα τσιφλίκια που απαλλοτριώθηκαν μοιράστηκαν σε περίπου 400.000 οικογένειες, ενώ οι συνεταιρισμοί φτάνουν τους 1.250. Πρόκειται για ένα αρκετά καλό αποτέλεσμα σε σχέση με το παρελθόν. Στο μεταξύ, γίνεται προσπάθεια να επεκταθούν η άρδευση, τα εγγειοβελτιωτικά έργα και η εκμηχάνιση των καλλιεργειών. Πρέπει όμως να ληφθεί υπόψη ότι η γονιμότητα των αρδευόμενων ζωνών είναι περιορισμένη εξαιτίας της ύπαρξης αλατούχων εδαφών. Με βαθμό αλμυρότητας 0,5% δεν είναι πια δυνατή η καλλιέργεια σιταριού, ενώ το 1% είναι το όριο για το κριθάρι και το 2% για τη χουρμαδιά. Το βαμβάκι στην περίπτωση αυτή είναι πολύ πιο ευαίσθητο από το σιτάρι. Ωστόσο στο σύνολο, μετά την εξόρυξη του πετρελαίου, η γεωργία είναι η πιο σπουδαία δραστηριότητα, καθώς απασχολεί μεγάλο μέρος του ενεργού πληθυσμού και συμβάλλει στις εξαγωγές. Περίπου τα δύο τρίτα της καλλιεργούμενης επιφάνειας περιλαμβάνουν αρδευόμενες γαίες, που παρέχουν τη μεγαλύτερη ποικιλία προϊόντων, ενώ οι μη αρδευόμενες ζώνες καλλιεργούνται κυρίως με δημητριακά. Σήμερα, οι ακαλλιέργητες και μη παραγωγικές ζώνες καλύπτουν περισσότερο από το 72% του εδάφους, ενώ, σε αντίθεση με την κοιλάδα του Νείλου, σπάνια είναι η περίπτωση εδαφών στα οποία γίνεται περισσότερο από μία συγκομιδή ετησίως. Το σιτάρι και το κριθάρι είναι οι πιο διαδεδομένες καλλιέργειες. Μικρότερη σπουδαιότητα έχουν το ρύζι, που καλλιεργείται στη Μεσοποταμία, και το καλαμπόκι. Οι σπουδαιότερες βιομηχανικές καλλιέργειες είναι το βαμβάκι και ο καπνός, ενώ μικρότερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα ζαχαρότευτλα και το λινάρι. Επεκτείνονται όλο και περισσότερο τα κηπευτικά προϊόντα, ανάμεσα στα οποία επικρατούν οι ντομάτες, και χάνουν σε σπουδαιότητα τα δευτερεύοντα δημητριακά. Ωστόσο, το Ι. φημίζεται για τους χουρμάδες του. Πραγματικά, είναι μία από τις μεγαλύτερες χώρες εξαγωγής χουρμάδων στον κόσμο. Οι χουρμαδιές καταλαμβάνουν τις νότιες περιοχές και εκτείνονται κατά μήκος του Ευφράτη μέχρι τα σύνορα με τη Συρία και κατά μήκος του Τίγρη έως τη Σαμάρα, όπου βρίσκεται το βόρειο όριο της επέκτασής τους.Η κτηνοτροφία, αν εξαιρεθούν τα γαϊδούρια και τα βουβάλια, δεν συνδέεται σχεδόν καθόλου με τη γεωργία και συχνά στο παρελθόν την ασκούσαν κυρίως ημινομάδες βοσκοί. Με την ελάττωση των νομαδικών κοινοτήτων και την αφομοίωσή τους, δημιουργήθηκαν πιο εξελιγμένες μορφές κτηνοτροφίας και αυξήθηκε ο αριθμός των βοοειδών και των αιγοπροβάτων. Η αλιεία έχει τοπική σπουδαιότητα, ιδιαίτερα για τους πληθυσμούς που ζουν κοντά στις λίμνες και κατά μήκος του ποταμού Σατ αλ-Άραμπ.Σουμέριοι και Ακάδιοι. Το σημερινό Ι. υπήρξε από τις πρώτες πολιτισμένες περιοχές της Εγγύς Ανατολής. Λαός αβέβαιης καταγωγής, οι Σουμέριοι εγκαταστάθηκαν κατά το β’ μισό της 4ης χιλιετίας στην Κάτω Μεσοποταμία και κυριάρχησαν στους αρχαιότερους πληθυσμούς, αναπτύσσοντας έναν πολιτισμό που χαρακτηρίζεται από τη σφηνοειδή γραφή. Ανώτατος άρχοντας ήταν ο βασιλιάς. Αργότερα, αναφάνηκε στον βορρά ο σημιτικός πολιτισμός της Ακάδ, που συγχωνεύτηκε με τον σουμερικό. Από την αρχαιότερη περίοδο αυτών των πολιτισμών διασώζονται θρύλοι που συνδέονται με ημίθεους βασιλιάδες, πριν και μετά τον κατακλυσμό που περιγράφεται στα ακαδικά κείμενα. Οι ιστορικοί χρόνοι ανάγονται στην πρώτη δυναστεία της Ουρ, στην 3η χιλιετία. Περίπου το 2380 π.Χ., ο Ακάδιος Σαργών κυρίευσε τις σουμερικές πόλεις και διεύρυνε την κυριαρχία του, περιλαμβάνοντας την Ελάμ στα Α και μέρος της Συρίας στα Δ, φτάνοντας μέχρι την Παλαιστίνη. Η αυτοκρατορία κατέρρευσε μέσα σε τρεις γενιές από τις εισβολές των Γουτίων, που προέρχονταν από την περιοχή του Ζάγρου στον βορρά και διατήρησαν την κυριαρχία τους περισσότερο από έναν αιώνα. Μετά την Γ’ δυναστεία της Ουρ, η οποία διαδέχθηκε την κυριαρχία των Γουτίων, ακολούθησε η εισβολή των Σημίτων Αμοραίων και την ίδια περίοδο η ανόρθωση των Ακαδίων, που ίδρυσαν την αρχαιοβαβυλωνιακή αυτοκρατορία (1894-1594 π.Χ.). Ο μεγαλύτερος από τους ηγεμόνες τους, που παλινόρθωσε την αυτοκρατορία, ήταν ο Χαμουραμπί (1792-1750 π.Χ.), ο οποίος έφερε τον τίτλο «βασιλιάς της Ακάδ και της Σουμέρ, βασιλιάς του σύμπαντος». Ο Χαμουραμπί επανακατέκτησε τις σουμερικές πόλεις, την Ελάμ και την Ασσυρία στον βορρά. Το όνομά του συνδέεται με τον περίφημο κώδικα, που είναι χαραγμένος σε μια στήλη, η οποία βρέθηκε στα Σούσα και σήμερα εκτίθεται στο Λούβρο. Αποτελείται από 282 άρθρα, τα οποία ρυθμίζουν την πολιτική, κοινωνική και οικονομική ζωή των υπηκόων του. Ωστόσο, η αυτοκρατορία παρήκμασε πολύ γρήγορα. Στον νότο, οι Σουμέριοι απέκτησαν μια εφήμερη ανεξαρτησία, που τερματίστηκε με τις εισβολές των Κασσιτών Ινδοευρωπαίων, ενώ στα ΒΔ διαμορφωνόταν το μικρασιατικό κράτος των Μιτανί, που κατέστησε τους Ασσυρίους φόρου υποτελείς. Οι Χετταίοι, τους μικρασιατικούς οικισμούς των οποίων φώτισαν εκ νέου πρόσφατες ανακαλύψεις, εισέβαλαν στη Μεσοποταμία κατά τα τέλη του 16ου αι. π.Χ., αλλά η κυριαρχία τους στάθηκε βραχύβια και αντικαταστάθηκε από καινούργια κασσιτική κυριαρχία. Στο μεταξύ, εδραιωνόταν η ασσυριακή ανεξαρτησία. Η ασσυριακή αυτοκρατορία. Η ιερατική μοναρχία της Ασίρ, που ιδρύθηκε από τον Σαμσί-Αδάδ Α’ (1815-1782 π.Χ.), είχε επιβάλει την κυριαρχία της στα εδάφη που βρίσκονταν μεταξύ Τίγρη και Ευφράτη. Σύμμαχος αρχικά με την κασσιτική δυναστεία της Βαβυλώνας, έγινε αργότερα φόρου υποτελής, ώσπου αναδείχθηκε σε ισχυρή δύναμη υπό τον Σαλμανασάρ Α’ (1273-1244 π.Χ.), ο οποίος κυρίευσε το βασίλειο των Μιτανί και εκδίωξε τους Χετταίους. Η κατακτητική πολιτική του συνεχίστηκε από τον γιο του, Τουκουλτί-Νινούρτα (1243-1207 π.Χ.), ο οποίος κατέλαβε τη Βαβυλώνα και προσέκτησε τον τίτλο του βασιλιά της Σουμέρ και της Ακάδ, ανανεώνοντας έτσι την τοπική παράδοση των παγκόσμιων αυτοκρατοριών. Η ασσυριακή όμως κυριαρχία στη Βαβυλώνα υπήρξε σύντομη. Πράγματι, εκεί επανέκαμψε μια κασσιτική δυναστεία, την οποία ακολούθησε άλλη ελαμιτική, ώσπου, το 1137 π.Χ., ο Ναβουχοδονόσορ Α’ ίδρυσε νέο βαβυλωνιακό βασίλειο, το οποίο όμως έγινε φόρου υποτελές στους Ασσυρίους. Αυτοί σημείωσαν νέα περίοδο επέκτασης υπό τον Τιγλαθπιλεσέρ Α’ (1112-1074 π.Χ.), ο οποίος κατέλαβε την Καππαδοκία στον βορρά και προχώρησε προς τα Δ έως τον Λίβανο. Τον θάνατό του ακολούθησε περίοδος εξασθένησης και αναταραχών, περίπου για έναν αιώνα, ώσπου σημειώθηκε νέα περίοδος επέκτασης υπό τους βασιλιάδες Ασουρναζιρπάλ Β’ (883-859 π.Χ.) και Σαλμανασάρ Γ’ (858-824 π.Χ.), οι οποίοι εξάπλωσαν την κυριαρχία τους έως τη Συρία. Τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Σαλμανασάρ Γ’ σημαδεύτηκαν από σειρά εξεγέρσεων, που επέτρεψαν στη Βαβυλώνα να βιώσει μια περίοδο ανεξαρτησίας. Η ασσυριακή μοναρχία, όμως, δεν είχε σκοπό να χάσει την πόλη όπου βρίσκονταν οι ιερείς του θεού Μαρντούκ και ήταν το κέντρο της παγκόσμιας αυτοκρατορίας. Κατά τη μεγαλύτερή της επέκταση, η ασσυριακή αυτοκρατορία περιλάμβανε την ανατολική Μικρά Ασία στα Β, μέρος του ιρανικού υψιπέδου, την Ελάμ και την Ουραρτού, ενώ στα Δ έφτανε μέχρι τη Μεσόγειο. Τον 7ο αι. π.Χ. η Ασίρ διεύρυνε την κυριαρχία της και σε τμήμα της Αιγύπτου, η οποία είχε προσπαθήσει να δημιουργήσει ένα φράγμα κατά του εισβολέα, χρησιμοποιώντας τα μικρά βασίλεια της Συρίας και της μεσογειακής ακτής. Γρήγορα, όμως, αυτά έγιναν φόρου υποτελή ή ενσωματώθηκαν στην ασσυριακή αυτοκρατορία. Οι μεγαλύτεροι ηγεμόνες της περιόδου αυτής υπήρξαν: ο Τιγλαθπιλεσέρ Γ’ (745-727 π.Χ.), που πρώτος κατέφυγε στη μέθοδο εκτόπισης λαών και επέβαλε φόρο στη Δαμασκό, στην Τύρο και στο Ισραήλ· ο Σαλμανασάρ Ε’ (727-722 π.Χ.), που περιόρισε σε επαρχία το Ισραήλ· ο Σαργόν Β’ (721-705 π.Χ.), που κατέλαβε την ανατολική Μικρά Ασία· ο Ασαρχαδών (680-669 π.Χ.), που εισέβαλε στην Αίγυπτο και δημιούργησε στο δέλτα του Νείλου μια σειρά από φόρου υποτελή κρατίδια· τέλος, ο Ασουρμπανιπάλ, ο Σαρδανάπαλος των αρχαίων Ελλήνων (668-629 π.Χ.), που ενσάρκωσε την περίοδο της μεγαλύτερης λαμπρότητας της αυτοκρατορίας. Ύστερα από αυτόν ακολούθησε γρήγορη παρακμή. Ο Ναβοπολάσαρ (625-605 π.Χ.) εξασφάλισε και πάλι την ανεξαρτησία της Βαβυλώνας, ενώ εμφανιζόταν από τα Α η νέα δύναμη των Μήδων του Δηιόκη. Η συμμαχία των δύο αυτών δυνάμεων είχε ως αποτέλεσμα την ήττα της αυτοκρατορίας και την κατάληψη της πρωτεύουσας Νινευή, το 612 π.Χ. Η ασσυριακή αυτοκρατορία διαμελίστηκε και διαμοιράστηκε μεταξύ των νικητών. Η Βαβυλώνα κατέλαβε τις νότιες και δυτικές επαρχίες, εκτός από τη Συρία, που διατηρήθηκε από ένα ασσυριακό στράτευμα μέχρι την κατάκτησή της από τον Αιγύπτιο Νεχαό (609-594 π.Χ.). Ο γιος και διάδοχος του ιδρυτή της Νέας Βαβυλώνας, Ναβουχοδονόσορ Β’ (604-562 π.Χ.), κυρίευσε τη Συρία εκδιώκοντας τους Αιγυπτίους και επέβαλε φόρο στο βασίλειο του Ιούδα. Εξέγερση του τελευταίου, που υποκινήθηκε από την Αίγυπτο, είχε αποτέλεσμα, το 586 π.Χ., την κατάληψη και την καταστροφή της Ιερουσαλήμ και την εκτόπιση του εβραϊκού λαού. Η νέα Βαβυλώνα όμως ήταν βραχύβια. Υπό τη βασιλεία του Ναβονίδου (555-538 π.Χ.), εκπροσώπου της ιερατικής κάστας και αφιερωμένου περισσότερο στη μελέτη παρά στον πόλεμο και στη διοίκηση του κράτους, οι νότιες επαρχίες επανέκτησαν την ανεξαρτησία τους και, λίγο αργότερα, το νέο ισχυρό περσικό κράτος του Κύρου προσάρτησε στη νέα αυτοκρατορία την περίφημη πόλη (538 π.Χ.). Από την Περσική αυτοκρατορία στους Ρωμαίους. Ο Κύρος εμπιστεύθηκε τη διακυβέρνηση της Βαβυλώνας στον γιο του, Καμβύση, ο οποίος ανέλαβε την εξουσία μετά τον θάνατο του πατέρα του (529 π.Χ.). Κατά τον πόλεμο για τη διαδοχή που ακολούθησε τον θάνατο του Καμβύση, η Βαβυλώνα προσπάθησε να ανακτήσει τη χαμένη ανεξαρτησία με τον Ναβουχοδονόσορ Γ’, ο οποίος ηττήθηκε από τον Δαρείο (522 π.Χ.). Άλλες απόπειρες εξέγερσης μεταξύ 483 και 479 π.Χ. κατεστάλησαν από τον Ξέρξη. Η Βαβυλώνα αποτέλεσε μέρος της σατραπείας, που περιλάμβανε το μεγαλύτερο μέρος της Μεσοποταμίας. Όταν ο Μέγας Αλέξανδρος κατέκτησε την Περσική αυτοκρατορία, η Μεσοποταμία ακολούθησε την τύχη της. Ο νέος κυρίαρχος ίδρυσε την πόλη Νικηφόριον και μία Αλεξάνδρεια στον βορρά, ενώ εγκαθιδρύθηκε νέα διοικητική διαίρεση, που απέσπασε τη Μεσοποταμία από τη Συρία. Όταν ο Αλέξανδρος πέθανε στη Βαβυλώνα (323 π.Χ.), ξέσπασε πόλεμος μεταξύ των στρατηγών του για τη διανομή της αυτοκρατορίας. Ενώ το βόρειο τμήμα της περιοχής περιήλθε στον Αμφίμαχο, η Βαβυλώνα περιήλθε στον Σέλευκο, που ίδρυσε εκεί κράτος, το οποίο προσάρτησε ολόκληρη την περιοχή ύστερα από νικηφόρο πόλεμο (301 π.Χ.) κατά του Αντιγόνου. Στο νέο κράτος ιδρύθηκε ως πρωτεύουσα η Σελεύκεια, που βρισκόταν κοντά στη σημερινή Βαγδάτη. Οι Σελευκίδες διέδωσαν την ελληνιστική κουλτούρα στην περιοχή, στην οποία ίδρυσαν πολυάριθμες πόλεις. Ανάμεσα σε αυτές ήταν και η Νίσιβις, σπουδαίο κέντρο χριστιανικής κουλτούρας κατά τους επόμενους αιώνες. Η ειρήνη όμως δεν διήρκεσε πολύ. Η πίεση της Περσικής αυτοκρατορίας των Πάρθων από την ανατολή υπήρξε μοιραία για το κράτος των Σελευκιδών, το οποίο αναγκάστηκε να παραχωρήσει τη Βαβυλώνα στον Μιθριδάτη Β’. Η Περσική αυτοκρατορία των Πάρθων όρισε πρωτεύουσά της την Κτησιφώντα, στην αριστερή όχθη του Τίγρη, απέναντι στη Σελεύκεια. Ενώ η βόρεια περιοχή περιορίστηκε σε ρωμαϊκή επαρχία από τον Μάρκο Αυρήλιο το 166 μ.Χ., η υπόλοιπη Μεσοποταμία παρέμεινε στα χέρια των Πάρθων, τη μοναδική δύναμη που αντιμετώπισε αποτελεσματικά τη ρωμαϊκή εξουσία στην Εγγύς Ανατολή παρά τις συνεχείς πολεμικές περιπέτειες που υφίστατο η Μεσοποταμία. Περίφημη είναι η ήττα που υπέστη ο Κράσσος το 53 μ.Χ. Για μεγάλο διάστημα υπήρξε μήλον της έριδος ανάμεσα στις δύο αυτοκρατορίες η Αρμενία, βασίλειο ανεξάρτητο, που κατά καιρούς βρισκόταν υπό την επιρροή του ενός ή του άλλου από τους αντιμαχομένους. Ο Παρθικός πόλεμος (114-117) είχε αποτέλεσμα το 116 μ.Χ. την κατάληψη της Κτησιφώντος και όλης της περιοχής από τους Ρωμαίους, αλλά μετά τον θάνατο του αυτοκράτορα Τραϊανού οι Πάρθοι κατόρθωσαν να ανακτήσουν την πόλη. Η εμπόλεμη κατάσταση συνεχίστηκε έως την αραβική εισβολή (7ος αι.). Η αραβική κατάκτηση και η Οθωμανική αυτοκρατορία. Μεταξύ 635 και 642 η βυζαντινή κυριαρχία στην Εγγύς Ανατολή και η Περσική αυτοκρατορία παρασύρθηκαν στη δίνη της αραβικής κατάκτησης. Οι νέοι εισβολείς επέβαλαν τον ισλαμισμό και την αραβική γλώσσα. Στη Μεσοποταμία ιδρύθηκαν ή ανοικοδομήθηκαν πολλές πόλεις. Ανάμεσα σε αυτές σπουδαιότητα απέκτησαν οι δύο νότιες, η Βασόρα και η Κούφα. Η τελευταία έγινε έδρα της ισλαμικής αυτοκρατορίας από τον τρίτο διάδοχο του Μωάμεθ, τον χαλίφη Αλή (656-661). Η επόμενη δυναστεία των Ομεϊάδων μετέφερε την πρωτεύουσα στη Δαμασκό της Συρίας. Οι δύο προαναφερθείσες πόλεις λειτούργησαν στη συνέχεια ως οχυρά για τη δράση εκείνη που οδήγησε, το 750, στη βίαιη αντικατάσταση της δυναστείας των Ομεϊάδων από τη δυναστεία των Αββασιδών, η οποία επανέφερε την έδρα του χαλιφάτου στο Ι., στο κέντρο του οποίου ίδρυσαν την περίφημη πρωτεύουσά τους, τη Βαγδάτη (762). Η πόλη, εκτός από κέντρο της αυτοκρατορίας αποτέλεσε και κέντρο της πνευματικής ζωής της εποχής. Η παρακμή του αββασιδικού χαλιφάτου έμελλε να φανεί από τη διαρκώς αυξανόμενη σπουδαιότητα που αποκτούσαν οι Τούρκοι σκλάβοι, ο οποίοι αποτελούσαν την προσωπική φρουρά του χαλίφη και στην πράξη επηρέαζαν τις πολιτικές του αποφάσεις. Από το 1055 ο χαλίφης άρχισε να υφίσταται στην ίδια τη Βαγδάτη την παρουσία του σουλτάνου της τουρκικής δυναστείας των Σελτζούκων και να αρκείται σε έναν διακοσμητικό ρόλο. Και η εξουσία όμως, μόνο ηθική πλέον, του χαλίφη της Βαγδάτης σαρώθηκε το 1258 από την εισβολή των Μογγόλων, του απογόνου του Τζένγκις Χαν, Χουλαγού, που πέρασε διά πυρός και σιδήρου την πρωτεύουσα και σκότωσε τον τελευταίο Αββασίδη χαλίφη. Οι Μογγόλοι, που ήταν βουδιστές, σε αλληλεγγύη με τις τοπικές χριστιανικές κοινότητες και τα χριστιανικά βασίλεια του Καυκάσου και τους Σταυροφόρους, ξεκίνησαν αντιϊσλαμική δράση. Ωστόσο, πολύ γρήγορα, η νέα μογγολική δυναστεία των Ιλχανιδών, που είχε ιδρύσει ο Χουλαγού, ασπάστηκε τον ισλαμισμό. Εγκαινίασε νέα διοίκηση και έθεσε οικονομικές βάσεις διαφορετικές από τις προηγούμενες, αλλά γρήγορα είχε την τύχη των δυναστειών του ισλαμικού κόσμου, δηλαδή διαμελισμούς και υποχώρηση σε μια διαδοχή νέων εξουσιαστών, Τούρκων ή Μογγόλων, επί δύο αιώνες. Στις αρχές του 16ου αι. διαμορφώθηκε στην Περσία η αυτοκρατορία της δυναστείας των Σαφαβιδών, που εξάπλωσε αμέσως την κυριαρχία της στο Ι. Στην κυριαρχία αυτή αντιτάχθηκε η Οθωμανική αυτοκρατορία με την επέκτασή της προς τα Α, με αλλεπάλληλους πολέμους, που διεξήχθησαν στην περιοχή αυτή από το 1515 έως το 1638, όταν η Βαγδάτη και όλη η περιοχή καταλήφθηκαν οριστικά από τους Οθωμανούς. Μια άλλη περίοδος διασυνοριακών συρράξεων ήταν εκείνη μεταξύ 1722 και 1747. Η οθωμανική κυριαρχία στην περιοχή υπήρξε μάλλον τυπική και οι διοικητές των τριών διοικητικών διαμερισμάτων του χώρου (Βασόρας, Βαγδάτης και Μοσούλης) ήταν ανεξάρτητοι. Ένας από αυτούς κατόρθωσε, για σύντομο διάστημα, από το 1780 έως το 1802, να συνενώσει υπό την κυριαρχία του όλη την περιοχή, αλλά το 1831 η οθωμανική κυβέρνηση αποκατέστησε και πάλι την άμεση κυριαρχία της. Η βρετανική αποικιακή πολιτική είχε επεκτείνει το μονοπώλιό της στον Αραβικό κόλπο από τον 18ο αι. Το 1798 μάλιστα διορίστηκε αποικιακός εκπρόσωπος της βρετανικής κυβέρνησης στη Βαγδάτη. Το 1834 οι Βρετανοί εγκαινίασαν την ποτάμια ναυσιπλοΐα στον Ευφράτη, από τη Βασόρα στη Βαγδάτη. Επιπλέον, η βρετανική κυβέρνηση εξασφάλισε την αναγνώριση από τους Ρώσους των βρετανικών συμφερόντων στη ζώνη αυτή (1907). Η συνθήκη που επιβλήθηκε από το Λονδίνο στους Οθωμανούς, το 1913, αναγνώριζε τη χρήση από αυτούς του λιμανιού της Βασόρας και εμπόδιζε την επέκταση στην περιοχή του σιδηροδρόμου Κωνσταντινούπολης-Αραβικού κόλπου που κατασκεύαζαν οι Γερμανοί. Η εθνική σύσταση του μελλοντικού Ι. ήταν περίπλοκη. Στον βορρά ζούσαν κουρδικοί πληθυσμοί, με δική τους γλώσσα, ιρανικής καταγωγής, οι οποίοι διατηρούσαν πάντοτε ζηλότυπα την ανεξαρτησία τους. Αμέσως νοτιότερα των οικισμών τους ζούσαν οι χριστιανικοί πληθυσμοί των Ασσυροχαλδαίων, μικρή μειονότητα που επεδίωκε επίσης την ανεξαρτησία της. Στην υπόλοιπη περιοχή κατοικούσαν Άραβες, οι οποίοι στις αρχές του 20ού αι. ξεκίνησαν να επιζητούν την απελευθέρωσή τους από την τουρκική κυριαρχία και να επιβάλουν τη δική τους και στον βορρά, υποκινώντας έτσι τάσεις για τη δημιουργία του μελλοντικού ιρακινού κράτους. Όταν ξέσπασε ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος, η τουρκική επέμβαση στο πλευρό των Κεντρικών αυτοκρατοριών (Γερμανία, Αυστροουγγαρία) επέτρεψε στη Βρετανία να καταλάβει τη Βαγδάτη (Μάρτιος 1917). Με σκοπό τον διαμελισμό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, το Λονδίνο θέλησε να οργανώσει ένα δίκτυο συγκοινωνιών, υπό τον άμεσο έλεγχό του, μεταξύ των αφρικανικών κτήσεων και της Ινδίας. Καρπός αυτών των προσπαθειών ήταν οι συμφωνίες Σάικς-Πικό (Μάιος 1916), που εξασφάλιζαν την αγγλική εντολή στο Ι., παρά τις υποσχέσεις που δόθηκαν στον σεΐχη της Μέκκας ότι θα ίδρυε αραβικό κράτος πάνω στα ερείπια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, σε αντάλλαγμα της συμμετοχής του στον πόλεμο. Με την ανακωχή του Μούδρου (30 Οκτωβρίου 1918), η Αγγλία κατόρθωσε να αποκτήσει από την Τουρκία τη διοίκηση όλης της Μεσοποταμίας. Η σειρά των βίαιων εκδηλώσεων που προκάλεσε στον αραβικό κόσμο η πληροφορία αυτή ανάγκασε τους Βρετανούς να αναζητήσουν κάποια λύση. Λίγο μετά τη διάσκεψη που συνήλθε στο Κάιρο (Μάρτιος 1921), υποδείχθηκε για βασιλιάς του Ι. ο Φεϊζάλ, γιος του σεΐχη της Μέκκας. Δημοψήφισμα που προκηρύχθηκε από τον Βρετανό ύπατο αρμοστή επικύρωσε τις αποφάσεις του Καΐρου και στις 23 Αυγούστου 1921 ο Φεϊζάλ στέφθηκε βασιλιάς του Ι. Η βασιλεία του Φεϊζάλ και η δύσκολη διαδοχή. Αν και επιθυμούσε να συνενώσει την Εύφορη Ημισέληνο σε ένα ανεξάρτητο αραβικό κράτος, ο βασιλιάς Φεϊζάλ εξαναγκάστηκε να πείσει τους εθνικιστές να δεχτούν τη συνθήκη με τη Βρετανία, της 10ης Οκτωβρίου του 1922, η οποία, αφού αντικαταστάθηκε από εκείνη της 13ης Ιανουαρίου του 1926 με παρόμοιο κείμενο, εγκαθίδρυσε πραγματικό καθεστώς εντολής στη χώρα. Υπήρχε όμως η υπόσχεση ότι η εντολή θα εξέπνεε, όταν το Ι. θα γινόταν δεκτό στην Κοινωνία των Εθνών. Μια σειρά από διαδοχικές συμφωνίες (βρετανοτουρκική του 1926 για τα σύνορα και βρετανοϊρανική του 1930) ενέταξε το Ι., τον Οκτώβριο του 1932, στην Κοινωνία των Εθνών, παραχωρώντας του την πολυπόθητη ανεξαρτησία. Η ανακάλυψη πετρελαίου, το 1922, δημιούργησε στη χώρα προοπτικές πλουτισμού και εκσυγχρονισμού, αλλά η κατάσταση των μειονοτήτων στον βορρά επιδεινώθηκε, ιδιαίτερα της κουρδικής, που είχε πετύχει στο Σαν Ρέμο την αναγνώριση της ανεξαρτησίας της. Κούρδοι και Ασσυροχαλδαίοι πήραν τα όπλα. Ενώ όμως οι τελευταίοι εξαναγκάστηκαν σε σιωπή με τις σφαγές του 1933, οι Κούρδοι έμελλε να αποτελέσουν ένα μόνιμο πρόβλημα στην ιστορία του Ι. Στις 8 Σεπτεμβρίου του 1933 πέθανε ο βασιλιάς Φεϊζάλ. Λόγω της έλλειψης πείρας του διαδόχου του, Γάζι, η πολιτική πρωτοβουλία αφέθηκε στα χέρια του στρατού, από τον οποίο προήλθε το πραξικόπημα που εγκαθίδρυσε κεμαλικού τύπου κυβέρνηση. Στις 4 Ιουλίου του 1937 υπογράφηκε συνθήκη που καθόριζε τα σύνορα Ι. και Τουρκίας. Η αποτυχία αυτής της κυβέρνησης, με πρόεδρο τον Χίκματ Σουλεϊμάν, άνοιξε τον δρόμο στην κυβέρνηση του Νούρι ας-Σαΐντ, τον Δεκέμβριο του 1938. Λίγο αργότερα, ο βασιλιάς πέθανε και τον διαδέχθηκε ο γιος του, Φεϊζάλ Β’, ηλικίας τεσσάρων ετών, υπό την αντιβασιλεία του πρίγκιπα Αμπνταλάχ, θείου του βασιλιά. Η κυβέρνηση, σε αντίθεση με τα αισθήματα που επικρατούσαν στη χώρα, ακολούθησε φιλοβρετανική πολιτική, διακόπτοντας τις σχέσεις με τη Γερμανία. Η πράξη αυτή ανάγκασε τον Νούρι ας-Σαΐντ να παραχωρήσει την εξουσία στον Ρασίντ Άλι αλ-Τζιλάνι, που υποχρεώθηκε με τη σειρά του από τον αντιβασιλιά σε παραίτηση, εξαιτίας της ουδετερόφιλης πολιτικής του (Ιανουάριος 1941). Ο Τζιλάνι επανέκτησε την εξουσία τρεις μήνες αργότερα, με πραξικόπημα. Ο αντιβασιλιάς εκθρονίστηκε, αλλά με επέμβαση των Βρετανών, που κατέλαβαν το Ι., ανέλαβε πάλι την αντιβασιλεία σε έναν μήνα. Η νέα κυβέρνηση του Νούρι ας-Σαΐντ, στις 23 Ιανουαρίου 1943, κήρυξε τον πόλεμο κατά του Άξονα και υπέγραψε, ως εμπόλεμη, τον χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Τον Μάρτιο του 1945, το Ι. προσχώρησε στον Αραβικό Σύνδεσμο, αλλά επανέφερε στο προσκήνιο μαζί με την Ιορδανία το σχέδιο ενοποίησης της Εύφορης Ημισελήνου, για την οποία οι πρώτες συνθήκες μεταξύ των δύο χωρών είχαν υπογραφεί το 1947. Όμως, η εσωτερική αντίθεση ήταν βίαιη εναντίον της κυβέρνησης Σαΐντ, που είχε προσεγγίσει τις ΗΠΑ. Το αντιβρετανικό μίσος ξαναφούντωσε με την αγγλική κατοχή του 1941 και τα κόμματα της αντιπολίτευσης ζήτησαν την αναθεώρηση ή την κατάργηση της συνθήκης του 1930. Το 1948 υπεγράφη στο Πόρτσμουθ νέα αγγλοϊρακινή συνθήκη, αλλά οι όροι της προκάλεσαν βίαιη αντίδραση, η οποία είχε αποτέλεσμα την πτώση της κυβέρνησης. Η νέα κυβέρνηση αρνήθηκε την επικύρωσή της. Ο θάνατος του βασιλιά Αμπνταλάχ στην Ιορδανία και το πραξικόπημα στη Συρία το 1951 εκμηδένισαν τις δυνατότητες ενοποίησης των τριών αραβικών χωρών. Η συμφωνία του 1951 με τρεις μεγάλες πετρελαιοπαραγωγές εταιρείες απέδιδε στο Ι. το 50% των κερδών από την εκμετάλλευση του πετρελαίου, αλλά όλα αυτά δεν ικανοποιούσαν τα κόμματα της αντιπολίτευσης, που ζητούσαν πιο δραστικές μεταρρυθμίσεις και την εθνικοποίηση της βιομηχανίας πετρελαίου. Η σύγχυση έφτασε στο αποκορύφωμά της, ωσότου, ύστερα από μια κυβέρνηση τεχνοκρατών, που δεν κατάφερε να ικανοποιήσει τις αντιθέσεις, κλήθηκε στην κυβέρνηση ο στρατηγός Νουρ αντ-Ντιν Μαχμούτ, ο οποίος επέβαλε τον στρατιωτικό νόμο. Στις εκλογές του Ιανουαρίου του 1953 την πλειοψηφία κέρδισε το κόμμα του Νούρι ας-Σαΐντ, ενώ ο βασιλιάς ενηλικιώθηκε. Στο μεταξύ, η ιρακινή πολιτική στρεφόταν σταδιακά πλέον προς τον δυτικό συνασπισμό. Τον Απρίλιο του 1954 υπεγράφη συμφωνία, που προέβλεπε αμερικανικό στρατιωτικό εξοπλισμό και, στο ίδιο πνεύμα, στις 24 Φεβρουαρίου 1955 υπεγράφη στη Βαγδάτη το ομώνυμο σύμφωνο με την Τουρκία, στο οποίο αργότερα προσχώρησαν το Ιράν, το Πακιστάν και η Βρετανία. Με την ευκαιρία αυτή, η Βρετανία επέστρεψε στο Ι. τις αεροπορικές βάσεις που διατηρούσε στη Χαμπανίγια και στη Σάμπα. Το σύμφωνο της Βαγδάτης, που στιγματίστηκε από όλο τον αραβικό κόσμο ως επιζήμιο για τα συμφέροντα του Αραβικού Συνδέσμου, επειδή εισήγαγε ξένες και ασυμβίβαστες για μια χώρα-μέλος των δύο συμφώνων υποχρεώσεις, όξυνε την ένταση με τις προοδευτικές αραβικές χώρες. Η ένταση αυτή δεν μειώθηκε ούτε κατά τον πόλεμο του Σουέζ γιατί, βάσει του συμφώνου της Βαγδάτης και με την ίδρυση του Αραβικού Συνδέσμου, το Ι. βρέθηκε ταυτόχρονα σύμμαχος δύο εχθρών. Η προσχώρηση στο δόγμα Αϊζενχάουερ, τον Απρίλιο του 1957, η προσέγγιση με τη Σαουδική Αραβία τον ίδιο χρόνο –που έθεσε τέρμα σε έναν παλιό δυναστικό ανταγωνισμό– και μια μετέπειτα προσέγγιση με την Ιορδανία σε μια τάξη ιδεών ανάλογη με εκείνη του 1947, είχαν τον χαρακτήρα ακριβούς επιλογής στρατοπέδου, ενώ ταυτόχρονα βρισκόταν σε εξέλιξη συροσοβιετική προσέγγιση και οι νασερικές πολιτικοεκλογικές θεωρίες είχαν επιτυχία σε όλο τον αραβικό κόσμο. Υπό το καθεστώς αυτών των ιδεών, πρέπει να εκτιμηθεί η άμεση απάντηση που δόθηκε στην ομοσπονδία Αιγύπτου και Συρίας (2 Φεβρουαρίου 1958), γνωστής ως Ηνωμένης Αραβικής Δημοκρατίας (ΗΑΔ), με την αναγγελία της ιρακινοϊορδανικής ομοσπονδίας στις 28 Φεβρουαρίου 1958. Στις 14 του επόμενου Ιουλίου, πραξικόπημα υπό την ηγεσία του συνταγματάρχη Αμπντ αλ-Καρίμ Κάσεμ ανέτρεψε τη μοναρχία και εγκαθίδρυσε τη δημοκρατία· ο βασιλιάς και ο πρωθυπουργός σκοτώθηκαν. Η Ιρακινή Δημοκρατία. Η νέα δημοκρατία, με ηγέτη τον συνταγματάρχη Κάσεμ, αποκατέστησε τις διπλωματικές σχέσεις με την ΕΣΣΔ και την ΗΑΔ, αλλά αποσύρθηκε από το σύμφωνο της Βαγδάτης και από την περιοχή της στερλίνας (1959). Όμως, οι σχέσεις με την ΗΑΔ διαταράχθηκαν αμέσως, εξαιτίας των εξεγέρσεων των φιλονασερικών. Το 1961 η διαμάχη με την Ιρακινή Εταιρεία Πετρελαίου είχε αποτέλεσμα την εθνικοποίηση των αναξιοποίητων κοιτασμάτων. Στον εσωτερικό τομέα, η πολιτική μεταρρυθμίσεων που είχε προαναγγελθεί δεν εφαρμόστηκε, προκαλώντας έτσι διάχυτη δυσαρέσκεια, με αποτέλεσμα να προκληθεί πραξικόπημα στις 8 Φεβρουαρίου 1963 και να καταλάβουν την εξουσία οι στρατιωτικοί και το κόμμα Μπάαθ. Ο συνασπισμός στρατιωτικών-μπααθικών διήρκεσε μόνο έως τον επόμενο Νοέμβριο, όταν ο πρόεδρος Αμπντ ας-Σαλάμ Μουχάματ Άρεφ απέκλεισε το κόμμα Μπάαθ. Ο Άρεφ φάνηκε να ακολουθεί πολιτική ενοποίησης με την Αίγυπτο έως το 1965, όταν σχημάτισε κυβέρνηση ο Αλ-Μπαζάζ, ο οποίος εφάρμοσε εθνική πολιτική. Κατά την περίοδο εκείνη η χώρα φάνηκε να επανακτά μια σχετική ηρεμία, ενώ η εξωτερική πολιτική στράφηκε ιδιαίτερα προς τον σοσιαλιστικό κόσμο για βοήθεια. Στις 17 Ιουλίου 1968 νέο πραξικόπημα έφερε στην εξουσία το κόμμα Μπάαθ και τον Άχματ Χάσαν αλ-Μπακρ στην προεδρία. Σοβαρές όμως αντιθέσεις υπήρχαν στον συνασπισμό της εξουσίας, που ήταν χωρισμένος στην πτέρυγα των στρατιωτικών και στην πτέρυγα των πολιτικών. Ύστερα από διαρκή αγώνα, το 1970 η πτέρυγα των πολιτικών υπό τον Σαντάμ Χουσεΐν ατ-Τακρίτι κατόρθωσε να εκμηδενίσει τους αντιπάλους της. Η εσωτερική πολιτική της κυβέρνησης που προέκυψε από το πραξικόπημα στράφηκε στην υποστήριξη των εθνικών συμφερόντων, αλλά καταδίωξε την αντιπολίτευση και επέβαλε τις αρχές της με τη βία. Στην εξωτερική πολιτική το Ι. φαινόταν να είναι απομονωμένο μέσα στον αραβικό κόσμο. Στις 9 Απριλίου 1971 υπεγράφη συνθήκη συνεργασίας με την ΕΣΣΔ, που προέβλεπε συντονισμένη δράση σε περίπτωση σύρραξης. Ήταν μια νέα συμμαχία της Βαγδάτης, την οποία πάλι ο αραβικός κόσμος αντιμετώπισε με επιφύλαξη. Ακολούθησε σειρά συνθηκών με τον σοσιαλιστικό συνασπισμό αλλά και με τον δυτικό κόσμο (ιδιαίτερα το 1974). Χαρακτηριστική υπήρξε η αντίθεση με τη Συρία κατά τα τελευταία χρόνια, που βασιζόταν σε ιδεολογικές διαφορές ανάμεσα στις δύο αντίθετες πτέρυγες του κόμματος Μπάαθ στην κυβέρνηση των δύο χωρών. Οι διαφορές αυτές ευνοήθηκαν από τα αντιτιθέμενα συμφέροντα όσον αφορά την εκμετάλλευση των νερών του Ευφράτη, ύστερα από τη συριακή κατασκευή του φράγματος της Τάμπκα, το οποίο θα στερούσε από τους Ιρακινούς χωρικούς το νερό για άρδευση. Μόνιμη αιτία πολέμου αποτελούσαν επίσης τα διόδια για τον πετρελαιαγωγό που μεταφέρει το ιρακινό πετρέλαιο στη Μεσόγειο διαμέσου της Συρίας. Το 1974 η Βαγδάτη απείλησε να προωθήσει τις διαπραγματεύσεις που είχε αρχίσει το προηγούμενο έτος με την Τουρκία για την κατασκευή πετρελαιαγωγού διαμέσου της χώρας της. Το κουρδικό πρόβλημα παρέμεινε μόνιμο στην ιστορία της Ιρακινής Δημοκρατίας. Οι Κούρδοι είχαν συμβάλει στην ανατροπή της μοναρχίας με την ελπίδα να αποκτήσουν τελικά την αυτονομία τους. Όταν όμως ο Κάσεμ την αρνήθηκε, οι Κούρδοι ανέλαβαν πάλι ένοπλη δράση (1961). Με την ανάληψη της εξουσίας από τον Άρεφ, το 1963, άρχισαν διαπραγματεύσεις, οι οποίες διακόπηκαν σύντομα. Ο πόλεμος ξανάρχισε έως τη μεγάλη κουρδική νίκη του Χαντρίν, που εξανάγκασε τη Βαγδάτη σε ανακωχή στις 21 Ιουνίου 1966. Αλλά και αυτή δεν είχε συνέχεια. Ο πόλεμος άρχισε πάλι μέχρι τη συμφωνία της 2ας Μαρτίου 1970, με την οποία αναγνωρίζονταν όλες οι κουρδικές διεκδικήσεις. Ωστόσο, επειδή ούτε η συμφωνία αυτή εφαρμόστηκε, οι Κούρδοι ξανάρχισαν έναν πόλεμο, ο επίλογος του οποίου συνδέεται με το περσικό πρόβλημα. Μόνιμο και αυτό σε όλη την ιστορία της Ιρακινής Δημοκρατίας, οφείλεται στην αμφισβητούμενη κυριαρχία του Σατ αλ Άραμπ. Όταν το Ι. κατήγγειλε το σύμφωνο της Βαγδάτης, το 1959, το Ιράν διεκδίκησε την κυριαρχία του τμήματος των εκβολών των ποταμών Τίγρη και Ευφράτη, επαναφέροντας το πρόβλημα όλων των ποτάμιων συνόρων μεταξύ των δύο χωρών. Τα μεθοριακά επεισόδια συνεχίστηκαν μέχρι τη σύναψη της συμφωνίας του Αλγερίου, στις 6 Μαρτίου 1975, η οποία έλυνε το πρόβλημα των συνόρων και υποχρέωνε αμφότερες τις πλευρές να εμποδίζουν τη διείσδυση ανατρεπτικών στοιχείων. Ο όρος αυτός αφορούσε τους Κούρδους που βασίζονταν στην ιρανική στρατιωτική βοήθεια σε όλη την περίοδο της κρίσης του Σατ αλ Άραμπ. Στο περιθώριο του περσικού προβλήματος ξέσπασαν οι δύο κρίσεις με το Κουβέιτ, του 1961, όταν ο Κάσεμ αξίωσε την προσάρτησή του και, σε μεγαλύτερο βαθμό, εκείνη που οδήγησε στον πόλεμο του Δεκεμβρίου 1972 – Απριλίου 1973. Η δεύτερη κρίση προήλθε από την άρνηση του Κουβέιτ να παραχωρήσει στο Ι. τα νησιά Ουάριμπα και Μπουμπιγιάν, που έκλειναν το λιμάνι της Ουμ Κασρ, το οποίο είχε κατασκευαστεί από το Ι. με τη σοβιετική βοήθεια στην ακραία νότια μεθόριο σε αντιστοιχία με τη Βασόρα, που εμπλεκόταν στη διεκδίκηση του Σατ αλ Άραμπ. Ο πόλεμος περατώθηκε με την παραίτηση της Βαγδάτης από τις διεκδικήσεις της. Η ιρακινή πολιτική απέναντι στο Ισραήλ εκφράστηκε πάντοτε καθαρά με ενθουσιασμό και με υποχρεώσεις, οι οποίες όμως δεν τηρήθηκαν. Στις 16 Ιουλίου 1979 ο αντιπρόεδρος του κυβερνώντος Επαναστατικού Συμβουλίου, Σαντάμ Χουσεΐν, ο οποίος ασκούσε από καιρό την πραγματική εξουσία στο Ι., αντικατέστησε τον Μπακρ ως πρόεδρος του συμβουλίου και του Ι. Λίγες μέρες αργότερα αποκαλύφθηκε συνωμοσία και ο Σαντάμ Χουσεΐν διέταξε την εκτέλεση ορισμένων μελών του συμβουλίου για συμμετοχή στη συνωμοσία. Κατά την περίοδο αυτή, το Ιρακινό Κομουνιστικό Κόμμα αποχώρησε από το Εθνικό Πατριωτικό Μέτωπο, μια συμμαχία που είχε δημιουργήσει το κυβερνών κόμμα Μπάαθ μαζί με ορισμένες κουρδικές οργανώσεις και το ΚΚ, κατηγορώντας το κόμμα Μπάαθ για την επιβολή καθεστώτος τρόμου. Ο Σαντάμ Χουσεΐν διατήρησε τις θέσεις του στο κόμμα και στην κυβέρνηση με εκκαθαρίσεις, ενώ αντιμετώπισε με ωμή καταστολή τις προσπάθειες δημιουργίας ισλαμικού κινήματος στο Ι. τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1980, με την παρότρυνση της Τεχεράνης. Ο Σαντάμ Χουσεΐν δεν δίστασε να εκτελέσει ακόμα και τον ετεροθαλή αδελφό του το 1983 καθώς και ανώτατους αξιωματικούς του στρατού, με την κατηγορία της απόπειρας πραξικοπήματος. Ο Ιρακινός πρόεδρος εδραίωσε τον έλεγχό του σε ολόκληρη τη χώρα, ιδιαίτερα κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1980, εξασφαλίζοντας τη νομιμότητα της μεγάλης πλειονότητας των σιιτών, οι οποίοι δεν στράφηκαν εναντίον του καθεστώτος στη διάρκεια του πολέμου με το Ιράν. Ο Σαντάμ Χουσεΐν προσπάθησε να λύσει και το μεγάλο κουρδικό ζήτημα, το οποίο αντιμετώπιζε η χώρα του λόγω των διεκδικήσεων για μεγαλύτερη αυτονομία από τα τρία εκατομμύρια των Κούρδων. Κατά καιρούς, το καθεστώς της Βαγδάτης άρχιζε διαπραγματεύσεις είτε με την Πατριωτική Ένωση του Κουρδιστάν του Τζαλάλ Ταλαμπανί είτε με το Δημοκρατικό Κόμμα του Κουρδιστάν του Μασούντ Μπαρζανί. Η επιδίωξη του Σαντάμ Χουσεΐν ήταν να εξασφαλίσει τη συμμαχία της μίας ή της άλλης παράταξης των Κούρδων, ώστε να μην μπορούν συνασπισμένοι να διεκδικήσουν περισσότερα δικαιώματα με τα όπλα. Η κατάπαυση πυρός, που επετεύχθη το 1988 στον πόλεμο Ιράν-Ι., επέτρεψε στη Βαγδάτη να κατευθύνει περισσότερα στρατεύματα στο ιρακινό Κουρδιστάν και να εξαπολύσει νέα επίθεση εναντίον των θέσεων των ανταρτών κοντά στα σύνορα με το Ιράν και την Τουρκία, στη διάρκεια της οποίας χρησιμοποιήθηκαν και χημικά όπλα. Τον Σεπτέμβριο του 1988, το Ι. άρχισε να μεταφέρει κατοίκους από το Κουρδιστάν στο εσωτερικό της χώρας, στο πλαίσιο της προσπάθειάς του να δημιουργήσει ζώνη ασφαλείας κατά μήκος των συνόρων με το Ιράν και την Τουρκία. Πόλεμος με το Ιράν. Τα σημαντικότερα κεφάλαια της σύγχρονης ιστορίας του Ι. είναι ο πόλεμος με το Ιράν και στη συνέχεια η εισβολή στο Κουβέιτ και η δημιουργία της πολυεθνικής συμμαχίας για την εκδίωξή του από τη χώρα, που κατέληξε στον πόλεμο του Κόλπου. Η διένεξη με το Ιράν οδήγησε σε πόλεμο τον Σεπτέμβριο του 1980, όταν το Ι. αμφισβήτησε έμπρακτα τη συμφωνία του Αλγερίου του 1975 για το Σατ αλ Άραμπ. Μετά την εισβολή των ιρακινών δυνάμεων, η αντίσταση του Ιράν οδήγησε σε μια στασιμότητα στα μέτωπα, ώσπου η ιρανική αντεπίθεση προώθησε τα στρατεύματα της Τεχεράνης στο έδαφος του Ι. το 1982. Τον Ιούνιο του 1981 οι Ισραηλινοί με μια αιφνιδιαστική αεροπορική επίθεση κατέστρεψαν έναν πυρηνικό αντιδραστήρα κοντά στη Βαγδάτη, με το επιχείρημα ότι οι Ιρακινοί αποσκοπούσαν στην ανάπτυξη πυρηνικών όπλων. Το 1984 η στρατιωτική ισορροπία ευνοούσε το Ι., καθώς οι ΗΠΑ και η Σοβιετική Ένωση προσέφεραν άφθονη βοήθεια. Οι προσπάθειες του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ για τερματισμό του πολέμου δεν καρποφόρησαν και στις αρχές του 1988 οι δυνάμεις του Ι. άρχισαν να ανακαταλαμβάνουν τα εδάφη που είχε καταλάβει το Ιράν και ξαναμπήκαν στο έδαφος του Ιράν για πρώτη φορά από το 1986. Τότε το Ιράν αποδέχθηκε χωρίς όρους την απόφαση 598 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, αλλά οι διαπραγματεύσεις για την πλήρη εφαρμογή της είχαν προχωρήσει ελάχιστα, όταν το Ι. εισέβαλε στο Κουβέιτ, τον Αύγουστο του 1990. Ο πόλεμος στον Περσικό κόλπο. Στα μέσα του 1990 το Ι. επέκρινε αυστηρά τις χώρες του Κόλπου, κυρίως το Κουβέιτ και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, επειδή παρήγαγαν περισσότερο πετρέλαιο απ’ ό,τι προέβλεπαν οι ποσοστώσεις του ΟΠΕΚ. Το Ι. κατηγορούσε επίσης το Κουβέιτ ότι παραβίαζε τα σύνορά του. Ανταποκρινόμενο στις πιέσεις, το Κουβέιτ συμφώνησε να μειώσει την παραγωγή του, ενώ άρχισε διαπραγματεύσεις με το Ι., ώστε να λυθεί η συνοριακή τους διένεξη. Ωστόσο, το Ι. εισέβαλε αιφνιδίως στο Κουβέιτ στις 2 Αυγούστου 1990, το κατέλαβε και εγκαθίδρυσε ελεύθερη κυβέρνηση. Στις 8 Αυγούστου, το Ι. ανακοίνωσε την προσάρτηση του Κουβέιτ, αλλά ήδη το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ κατήγγειλε την εισβολή με αλλεπάλληλες αποφάσεις του, επέβαλε οικονομικές κυρώσεις και ζήτησε από το Ι. να αποχωρήσει. Έπειτα από αίτημα του βασιλιά Φαχντ της Σαουδικής Αραβίας, η αμερικανική κυβέρνηση έστειλε μεγάλες δυνάμεις στη Σαουδική Αραβία και σύντομα συγκροτήθηκε η μεγάλη πολυεθνική δύναμη για την επιχείρηση Καταιγίδα της Ερήμου. Η εισβολή του Ι. ανέτρεψε τις ισορροπίες του αραβικού κόσμου, καθώς 14 από τα 21 μέλη του Αραβικού Συνδέσμου καταδίκασαν την εισβολή και δώδεκα από αυτά αποφάσισαν να στείλουν στρατεύματα στην πολυεθνική δύναμη. Ο Σαντάμ Χουσεΐν προσπάθησε να συνδέσει την αποχώρησή του από το Κουβέιτ με την αποχώρηση του Ισραήλ από τα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη, αίτημα που δεν έγινε αποδεκτό, ενώ οι διπλωματικές προσπάθειες για ειρηνική επίλυση της κρίσης στον Κόλπο συνεχίστηκαν μέχρι τις αρχές του 1991. Η επιχείρηση Καταιγίδα της Ερήμου, δηλαδή ουσιαστικά ο πόλεμος κατά του Ι., άρχισε τη νύχτα της 16ης Ιανουαρίου 1991 με αεροπορικούς βομβαρδισμούς. Το Ι. εξαπέλυσε ορισμένους πυραύλους Σκουντ εναντίον της Σαουδικής Αραβίας και του Ισραήλ, ενώ στις αρχές Φεβρουαρίου η Βαγδάτη, ευρισκόμενη σε δύσκολη στρατιωτική θέση, αποδέχθηκε δύο σχέδια ειρήνης της Σοβιετικής Ένωσης, τα οποία όμως απέρριψαν οι Σύμμαχοι. Τη νύχτα της 23ης Φεβρουαρίου η πολυεθνική δύναμη άρχισε τη χερσαία επίθεσή της για την απελευθέρωση του Κουβέιτ. Τα ιρακινά στρατεύματα ηττήθηκαν πολύ γρήγορα, ενώ χιλιάδες στρατιώτες παραδόθηκαν. Στις 28 Φεβρουαρίου οι ΗΠΑ κήρυξαν κατάπαυση του πυρός και το Ι. αποδέχθηκε όλους τους όρους που του επιβλήθηκαν. Οι εξελίξεις μετά τον πόλεμο στον Περσικό κόλπο. Τον πόλεμο ακολούθησαν εσωτερικές ταραχές στη χώρα. Τον Μάρτιο του 1991 σημειώθηκε εξέγερση στον νότο, η οποία όμως καταπνίγηκε από τις δυνάμεις του Σαντάμ Χουσεΐν, ενώ στον βορρά οι Κούρδοι κατέλαβαν μεγάλα τμήματα του εδάφους. Οι κουρδικές οργανώσεις, οι οποίες είχαν συνασπιστεί τον Μάιο του 1988 στο κουρδικό-ιρακινό μέτωπο, ζήτησαν την επιστροφή στο καθεστώς του 1970, αλλά γρήγορα οι ιρακινές δυνάμεις στράφηκαν στον βορρά για την αντιμετώπισή τους. Σχεδόν δύο εκατομμύρια Κούρδοι κατέφυγαν στη γειτονική Τουρκία και στο Ιράν για να αποφύγουν την προέλαση του ιρακινού στρατού. Στα μέσα του 1991 ο ΟΗΕ δημιούργησε ασφαλείς ζώνες για τους Κούρδους του Ι., ενώ στη συνέχεια η ιρακινή κυβέρνηση απέκλεισε οικονομικά ολόκληρη την περιοχή του βορείου Ι., που κατοικείται από Κούρδους. Το Μέτωπο των Κούρδων οργάνωσε εκλογές τον Μάιο του 1992 και οι δύο μεγαλύτερες κουρδικές οργανώσεις εξασφάλισαν περίπου ίσο αριθμό εδρών για μια εθνική συνέλευση. Οι εκλογές για την ανάδειξη ενός ηγέτη έδωσαν το 47,5% στον Μπαρζανί και το 44,9% στον Ταλαμπανί. Κατά τη διάρκεια του 1993 εκδηλώθηκαν και πάλι σοβαρές διαφωνίες στους κόλπους των Κούρδων, οι οποίες κατέληξαν σε ένοπλες συγκρούσεις ανάμεσα στις διάφορες οργανώσεις τους. Στα μέσα του 1994 οι βόρειες περιοχές του Ι., που ελέγχονταν από τους Κούρδους, είχαν χωριστεί σε δύο ζώνες, τις οποίες έλεγχαν αντίστοιχα τα δύο μεγάλα κόμματα. Στις αρχές του 1995, καθώς μαίνονταν οι συγκρούσεις μεταξύ των δυνάμεων του Μπαρζανί και του Ταλαμπανί, ο Σαντάμ Χουσεΐν προσφέρθηκε να μεσολαβήσει στη διένεξη. Μετά τον πόλεμο του Κόλπου, ο Σαντάμ Χουσεΐν ενίσχυσε ακόμη περισσότερο την εξουσία του στη χώρα, επιβάλλοντας αυστηρές ποινές σε όσους καταδικάζονταν για κλοπή, ενώ ανέλαβε ο ίδιος και την πρωθυπουργία για την καλύτερη διαχείριση του οικονομικού τομέα της χώρας. Μία από τις συνέπειες του πολέμου στον Κόλπο ήταν οι οικονομικές κυρώσεις που επιβλήθηκαν από τον ΟΗΕ, οι οποίες προκάλεσαν σοβαρές ελλείψεις σε τρόφιμα και σε είδη πρώτης ανάγκης. Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ συμφώνησε να επιτρέψει στο Ι. την πώληση ορισμένης ποσότητας πετρελαίου και να χρησιμοποιήσει τα έσοδα αυτά για την αγορά τροφίμων και φαρμάκων, αλλά η Βαγδάτη απέρριψε την προσφορά. Ένα άλλο ζήτημα που περιέπλεξε την κατάσταση ήταν οι επιθεωρήσεις από τον ΟΗΕ, τις οποίες καθυστερούσε ή εμπόδιζε η Βαγδάτη. Οι επιθεωρήσεις αυτές απέβλεπαν στην εξασφάλιση από μέρους του Ι. ότι είχε προβεί σε καταστροφή των όπλων μαζικής καταστροφής που διέθετε. Ωστόσο, ο ΟΗΕ συνέχισε να ανανεώνει την ισχύ των οικονομικών κυρώσεων εναντίον του Ι., παρά τις διαμαρτυρίες της Βαγδάτης ότι είχε συμμορφωθεί πλήρως με τις αποφάσεις του. Στα τέλη του 1994 μια κίνηση ιρακινών στρατευμάτων κοντά στα σύνορα με το Κουβέιτ χρησιμοποιήθηκε ως αφορμή από τις ΗΠΑ για την αποστολή ενισχύσεων στο Κουβέιτ και σε άλλες περιοχές του Κόλπου. Τελικά, τον Νοέμβριο του 1994 η ιρακινή εθνοσυνέλευση ψήφισε υπέρ της αναγνώρισης του Κουβέιτ στα σύνορα που όρισε ο ΟΗΕ τον Απρίλιο του 1992. Στις αρχές του 1995, παρά τις επιφυλάξεις της Ρωσίας, της Κίνας και της Γαλλίας, οι κυρώσεις κατά του Ι. ανανεώθηκαν, έπειτα από την επιμονή των ΗΠΑ και της Βρετανίας για την πλήρη συμμόρφωση της Βαγδάτης στις αποφάσεις του ΟΗΕ. Από τα τέλη του 1992 οι ΗΠΑ, η Βρετανία, η Γαλλία και η Ρωσία είχαν εγκαθιδρύσει μια ζώνη κάτω από τον 32ο παράλληλο, στην οποία απαγόρευαν οποιαδήποτε πτήση ιρακινού αεροσκάφους, απόφαση που υποστήριξε και το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Η ίδια κατάσταση επιβλήθηκε και σε μια ζώνη βόρεια του 36ου παραλλήλου, ενώ κατά καιρούς οι ΗΠΑ εξαπέλυαν επιθέσεις με πυραύλους εναντίον ιρακινών στρατιωτικών στόχων, ως απάντηση σε κινήσεις ή ενέργειες των ιρακινών δυνάμεων. Οι συνθήκες διαβίωσης του ιρακινού λαού και ιδιαίτερα οι συνθήκες ιατρικής περίθαλψης έχουν επιδεινωθεί τα τελευταία χρόνια, λόγω του αυστηρού εμπάργκο που είχε επιβληθεί στο Ι. Στις αρχές του 1996 δύο μέλη της οικογένειας του Χουσεΐν, τα οποία κατείχαν ανώτατες θέσεις στο πλαίσιο του προσωποπαγούς καθεστώτος της Βαγδάτης και είχαν καταφύγει στην Ιορδανία καταγγέλλοντας τον Σαντάμ Χουσεΐν, επέστρεψαν στη Βαγδάτη, έπειτα από εγγυήσεις για την ασφάλειά τους, αλλά εκτελέστηκαν από άλλα μέλη της οικογένειάς του. Τον Αύγουστο του 1996 ο Αμερικανός πρόεδρος Κλίντον έθεσε σε επιφυλακή τις αμερικανικές δυνάμεις στον Κόλπο μετά την κατάληψη της πόλης Ιρμπίλ από ιρακινές δυνάμεις που υποστήριζαν τους Κούρδους του Κουρδικού Δημοκρατικού Κόμματος. Οι ΗΠΑ εξαπέλυσαν δεκάδες πυραύλους εναντίον ιρακινών στόχων ως προειδοποίηση στο Ι. Το Ι. απάντησε εκτοξεύοντας ορισμένους πυραύλους Σαμ και αμέσως οι ΗΠΑ μετέφεραν στην περιοχή του Κόλπου τα υπερσύγχρονα βομβαρδιστικά Στελθ για να αντιμετωπίσουν ενδεχόμενες προκλήσεις. Το επεισόδιο δεν είχε συνέχεια. Τα επόμενα χρόνια χαρακτηρίστηκαν από εντάσεις με τον ΟΗΕ και τις ΗΠΑ για το ζήτημα των ελέγχων για την κατοχή ή ανάπτυξη όπλων μαζικής καταστροφής από το Ι. Το 2002 οι ΗΠΑ πέτυχαν από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, παρά τις αρχικές αντιρρήσεις των συμμάχων τους, απόφαση για αυστηρούς ελέγχους στους ιρακινούς εξοπλισμούς με την απειλή στρατιωτικής δράσης σε περίπτωση μη συμμόρφωσης της Βαγδάτης. Τον Μάρτιο του 2003 αμερικανικές και βρετανικές δυνάμεις, με τη συνδρομή και άλλων χωρών, προχώρησαν στην αποστολή μεγάλης στρατιωτικής δύναμης στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, στον βομβαρδισμό του Ι., αλλά και σε χερσαίες επιχειρήσεις, με το επιχείρημα ότι η χώρα δεν συμμορφώθηκε στο ψήφισμα 1441 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, που προέβλεπε τον αφοπλισμό της από όπλα μαζικής καταστροφής. Η μονομερής αυτή απόφαση προκάλεσε την επίσημη αντίδραση των κυβερνήσεων πολλών χωρών, οι οποίες αμφισβήτησαν τη νομιμότητα του εγχειρήματος των αμερικανοβρετανικών δυνάμεων, καθώς δεν είχε την έγκριση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Η κατάρρευση του καθεστώτος Χουσεΐν, τον Απρίλιο του 2003, άφησε πάντως πολλά ερωτηματικά για το μέλλον του Ι., αλλά και της ευρύτερης περιοχής.Την 4η χιλιετία π.Χ. στη νότια Βαβυλωνία κατοικούσε ένας λαός αβέβαιης καταγωγής, οι Σουμέριοι, που μιλούσαν μια γλώσσα η οποία δεν μπόρεσε να ταξινομηθεί στις γνωστές γλωσσικές οικογένειες. Οι Σουμέριοι άφησαν σημαντικό αριθμό λογοτεχνικών και άλλων κειμένων, γραμμένων σε πέτρα ή σε πινακίδες από οπτή άργιλο και σε μια γραφή που ονομάστηκε σφηνοειδής. Στη φιλολογική κληρονομιά των Σουμερίων ενσωματώθηκε η βαβυλωνιακή και η ασσυριακή, των οποίων η παραγωγή, αν και ανώνυμη, είναι πολύ μεγάλη. Το έπος του Γκιλγκαμές, του Βαβυλώνιου βασιλιά της πόλης Ουρούκ (η σημερινή Ουάρκα του Ι.) αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα φιλολογικά έργα της Μέσης Ανατολής, χάρη στην ποιότητα και στον χαρακτήρα του, ενώ χρονολογείται πριν από το 2000 π.Χ. Η ιστορία κινείται γύρω από τη φιλία του Γκιλγκαμές και του Ενκιντού καθώς και την αναζήτηση του μυστικού της αθανασίας, ενώ περιλαμβάνει και μια περιγραφή του κατακλυσμού. Το έπος ήταν πολύ γνωστό στην αρχαιότητα και εκτιμάται ότι στοιχεία του έχουν ενσωματωθεί τόσο στη Βίβλο όσο και στα Ομηρικά έπη. Στη συνέχεια λησμονήθηκε, αλλά στα μέσα του 19ου αι. μια βρετανική αρχαιολογική αποστολή ανακάλυψε μια σειρά από πινακίδες σε σφηνοειδή γραφή στη Νινευή και στη Νιμρούδ. Το Ι. ένιωσε την επίδραση του ελληνικού πολιτισμού, που ακολουθήθηκε από τον περσικό με την κυριαρχία των Πάρθων και ακόμα περισσότερο των Σασσανιδών. Τον 7ο αι. η χώρα κατακτήθηκε από τους Άραβες με τη δυναστεία των Αββασιδών, οι οποίοι μετέτρεψαν τη Βαγδάτη σε λαμπρή πρωτεύουσά τους. Σχετικά απομονωμένο και από τη Δύση και από τον αραβικό κόσμο, το Ι. εντάχθηκε στο πνεύμα της αραβικής αφύπνισης με κάποια καθυστέρηση σε σχέση με τις άλλες χώρες, όταν τελικά χάρη στη δημοσιογραφία και στην αιγυπτιακή επίδραση αναπτύχθηκε η πεζογραφία. Μπορεί όμως να γίνει λόγος για ιρακινή λογοτεχνία μόνο από την εποχή του διαμελισμού της Οθωμανικής αυτοκρατορίας (1918), αν και μερικοί κριτικοί χρονολογούν από τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αι. τη χαραυγή της λογοτεχνίας του έθνους. Η δυσκολία δημοσίευσης και ο αναλφαβητισμός που επικρατούσε ήταν τα εμπόδια στη διάδοση της πεζογραφίας. Έτσι, οι μορφωμένοι Ιρακινοί προτίμησαν το μυθιστόρημα και το διήγημα, που είναι πιο προσιτά στο ευρύ κοινό και πιο εύκολα δημοσιεύσιμα. Ανάμεσα στους πρώτους που προσπάθησαν να γράψουν μυθιστορήματα με σχετική επιτυχία, αλλά δίχως μεγάλη πρωτοτυπία, ήταν ο Μαχμούτ Άχματ ας-Σαγίντ. Καλύτερος μυθιστοριογράφος και διηγηματογράφος ήταν ο Ντου ‘ν-Νουν Αγιούμπ, συγγραφέας με τραχύ αλλά υποβλητικό ύφος, που στρέφει την προτίμησή του σε θέματα προσφιλή στους Ρώσους μυθιστοριογράφους. Επιπλέον, αξιόλογοι μυθιστοριογράφοι ήταν ο Αμπντ αλ-Ματζίντ Λούτφι, ο Τζάφαρ αλ-Χαλίλι, που τα έργα του απηχούν την κλασική μόρφωσή του, και προπάντων ο Αμπντ αλ-Μάλικ Νούρι, μελετητής της ανθρώπινης φύσης και της κοινωνίας. Στο μεγαλύτερο μέρος των ιστοριών του περιγράφει τη ζωή των φτωχών και του λαού, τάση που συμμερίζονται οι πιο νέοι Ιρακινοί συγγραφείς. Αν η λογοτεχνική πεζογραφία συνάντησε στο Ι. δυσκολίες στην προσέγγιση του αναγνωστικού κοινού, δεν συνέβη το ίδιο και με την ποίηση, διότι αυτή βασίζεται περισσότερο στη μνήμη παρά στην ανάγνωση και είναι προσιτή και στους αναλφάβητους. Δύο ποιητές κυριάρχησαν κατά το α’ μισό του περασμένου αιώνα, ο Αρ-Ρουσάφι και ο Αζ-Ζαχάουι. Ο Μαρούφι αρ-Ρουσάφι διακρίνεται για την εκφραστικότητα και την πρωτοτυπία του. Ο Τζαμίλ Σίντκι αζ-Ζαχάουι υπήρξε φιλόσοφος και φυσικός πριν ασχοληθεί με την ποίηση, κάτι που είναι καταφανές στα έργα του. Περισσότερο όμως από τα ποιήματά του, που έχουν επιστημονικά θέματα, η φήμη του, όπως και του Αρ Ρουσάφι, οφείλεται στα πολιτικά και κοινωνικά συγγράμματά του. Παράλληλα με τις δύο αυτές προσωπικότητες, την περίοδο του Α’ Παγκοσμίου πολέμου και της ιρακινής εξέγερσης του 1920 εμφανίστηκε μια ομάδα νέων πατριωτών ποιητών που διακρίθηκαν για τα έργα τους, με θέματα εθνικιστικά. Ανάμεσα σε αυτούς συγκαταλέγονται οι Μουχάματ Άχματ αλ-Τζαουαχίρι, Μπάκιρ ας-Σαμπίμπι, Μουχάματ Μάχντι αλ-Μπασίρ, Χαΐρι αλ-Χιντάουι και Αμπντ αλ-Χαμίτ αρ-Ράντι. Περίπου το 1940 ο αραβικός ποιητικός κόσμος άρχισε να επηρεάζεται σε σημαντικό βαθμό από τους δυτικούς και Ρώσους ποιητές, όπως ο Έλιοτ και ο Μαγιακόφσκι. Ρεαλιστικές, συμβολιστικές και υπερρεαλιστικές τάσεις εναρμονίζονται τέλεια στο έργο του Μπαντρ Σάκιρ ας-Σαγιάμπ, που θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους μεταρρυθμιστές της σύγχρονης αραβικής ποίησης. Επίσης, ρεαλιστές συγγραφείς είναι οι Αμπντ αλ-Ουάχιντ, Αμπντ αρ-Ράζικ και Κάζιμ Τζαουάντ. Αντίθετα, ποίηση με ρομαντικούς τόνους είναι εκείνη του Μπαλάντ αλ-Χαϊντάρι, ο οποίος διέσχισε υπαρξιστικούς και υπερρεαλιστικούς δρόμους, όπως άλλωστε και η ποιήτρια Νάζικ αλ-Μαλάικα, θεωρητική του ελεύθερου στίχου. Ο Αμπντ αλ-Ουαχάμπ αλ-Μπαγιάτι αντικατοπτρίζει την ψυχική κατάσταση των διανοουμένων, ενώ οι στίχοι του Χιλάλ Νάζι χαρακτηρίζονται από έντονο επαναστατικό τόνο. Ωστόσο, μυθιστορήματα και διηγήματα κυριαρχούν στη λογοτεχνική παραγωγή του β’ μισού του προηγούμενου αιώνα. Πρόκειται για το είδος της λογοτεχνίας που καταγγέλλει μια καταπιεστική κοινωνία. Ο Φουάτ Τακάρλι στα μυθιστορήματά του, με ωμή και βίαιη γλώσσα, καταδικάζει τα σφάλματα και την αλλοτρίωση που προκαλεί η συγκεκριμένη κοινωνία. Η δημοσίευση του μυθιστορήματός του Η μακρινή ηχώ (1980), γραμμένου στην ιρακινή διάλεκτο, προκάλεσε πολλές συζητήσεις, διότι επανέφερε το ζήτημα της χρήσης της καθομιλουμένης γλώσσας στα λογοτεχνικά έργα στη θέση της λόγιας αραβικής. Η πλούσια λογοτεχνική παραγωγή του Ι., πεζογραφία και ποίηση, πλαισιώνεται πλήρως από τις λογοτεχνικές επιθεωρήσεις της Βαγδάτης· σημαντικότερες είναι η al-Αqlqm (Οι Πένες, 1964) και η al-Κatib al-arabi (Ο Άραβας συγγραφέας, 1982). Άξιες λόγου είναι και οι επιθεωρήσεις που κυκλοφορούν στο εξωτερικό από εξόριστους Άραβες διανοουμένους, όπως η al-Βadil (Η αλτερνατίβα), που ιδρύθηκε το 1980 από την ένωση των Δημοκρατών Ιρακινών Συγγραφέων, και η Αswat (Φωνές), που άρχισε να κυκλοφορεί στο Παρίσι στα τέλη της δεκαετίας του 1970.Οι προσουμεριακοί πολιτισμοί. Ο αρχαιότερος μεσοποταμιακός εικαστικός πολιτισμός εκδηλώθηκε στο βόρειο τμήμα της περιοχής που βρισκόταν, όπως δηλώνει και η ονομασία της, ανάμεσα σε δύο ποταμούς. Οι πρώτες απόπειρες συνδέονται με την πρωτοβουλία του νεολιθικού ανθρώπου να εγκατασταθεί σε μόνιμους οικισμούς, ίχνη των οποίων βρέθηκαν στο Μουαλαφάτ και στο Τζαρμό (τέλη 6ης – αρχές 5ης χιλιετίας π.Χ.). Στον οικισμό Τελ Χασούνα (5η χιλιετία π.Χ.) οι καλλιτεχνικές ικανότητες απέκτησαν συγκεκριμένη μορφή. Ενώ οι κατοικίες έγιναν πιο πολυσύνθετες, γεννήθηκε η κεραμική, της οποίας τα προϊόντα πλάθονταν με το χέρι και έπειτα ψήνονταν. Η επόμενη φάση του πρωτοϊστορικού πολιτισμού, που βρισκόταν σε συνεχή πρόοδο, σηματοδοτήθηκε την 4η χιλιετία π.Χ. στη Σαμάρα και στην Τελ Χαλάφ, όπου εμφανίστηκε η χρήση του χαλκού και αναπτύχθηκε η κεραμική, με την εφεύρεση του αγγειοπλαστικού τροχού. Ο πολιτισμός της Τελ Χαλάφ, που χρονολογείται λίγο μετά τον πολιτισμό της Σαμάρας, αλλά αναπτύχθηκε κατά μεγάλο μέρος παράλληλα, δημιούργησε την τρίτη μεγάλη σχολή κεραμικής της βόρειας Μεσοποταμίας. Τα καλύτερα προϊόντα αυτής της σχολής ήταν τα αγγεία του Τελ Αρπασίγια. Επίσης απαντώνται και τύποι μιας εξελιγμένης αρχιτεκτονικής με θόλο, δηλαδή στρογγυλό δωμάτιο με ψευδοτρούλο, που φανερώνουν ανεπτυγμένες οικοδομικές ικανότητες. Κατά τα τέλη της 5ης χιλιετίας π.Χ. έκανε την εμφάνισή του ο πολιτισμός της νότιας Μεσοποταμίας. Η Κάτω Μεσοποταμία, που αρχικά είχε υποστεί τις πολιτιστικές επιδράσεις του βορρά, διαμόρφωσε κατά την 4η χιλιετία π.Χ. έναν πολιτισμό που υιοθέτησε την ονομασία του από την Εριντού (το σημερινό Αμπού Σαχράιν) και, με τα ίχνη των δεκαοκτώ προσουμεριακών και σουμεριακών επάλληλων ιερών του, αποτέλεσε ιερή πόλη της Σουμέρ. Η διαφορετική αντίληψη για τη ζωή, που ενέπνευσε αυτό τον πολιτισμό, και το πιο πολυσύνθετο της κουλτούρας του αντικατοπτρίζονται στον ναό που βρέθηκε στα στρώματα 18-15 της Εριντού, ο οποίος με το σχέδιό του αποκαλύπτει την ύπαρξη περίπλοκων τελετουργικών πρακτικών, αντανάκλαση μιας πλήρως διαμορφωμένης θρησκείας. Ειδικότερα, ο ναός αποτελείται από μία ορθογώνια αίθουσα, με διάταξη κατά την κατεύθυνση του πλάτους και χωρισμένη σε τρεις ζώνες με μικρά χωρίσματα: η πρώτη, πίσω από την είσοδο, προοριζόταν για τους πιστούς, η δεύτερη για τους ιερείς και η τρίτη για το άγαλμα του Θεού. Την εποχή του Αλ-Ουμπαΐντ (ή Ελ-Ομπεΐντ, στρώματα 8-6 της Εριντού), ο ναός προσέκτησε πιο περίπλοκη μορφή, με πολλούς μικρότερους χώρους και πολλαπλές εισόδους στις μακριές πλευρές της ορθογώνιας αίθουσας. Η λεγόμενη φάση του Αλ-Ουμπαΐντ, που χαρακτηρίζει την εποχή, οφείλεται σε έναν καινούργιο λαό, που κατέφθασε στη Μεσοποταμία στις αρχές της 4ης χιλιετίας π.Χ., από τα ΝΑ όπως πιστεύεται, και διέδωσε τον πολιτισμό του προς τον βορρά και σε σημαντικό μέρος της Μικράς Ασίας. Η μεγαλύτερη συνεισφορά του Αλ-Ουμπαΐντ εντοπίζεται στην αρχιτεκτονική. Πραγματικά, διαπιστώνονται με ακρίβεια μερικά χαρακτηριστικά που έμελλε να μείνουν βασικά σε ολόκληρη την πορεία του μεσοποταμιακού πολιτισμού, όπως η χρήση των τούβλων ως δομικού υλικού, η ανέγερση των ιερών κτιρίων σε πλατφόρμες (γεγονός που οδήγησε αργότερα στη δημιουργία των ζιγκουράτ, των χαρακτηριστικών γιγαντιαίων πύργων με ορόφους) και το σχέδιο των κτιρίων – δωμάτια γύρω από μία αυλή για κατοικίες και ένα ορθογώνιο κελί μπροστά από το οποίο υπήρχαν μία ή περισσότερες αυλές για τους ναούς. Ο σουμεριακός πολιτισμός. Κατά το β’ μισό της 4ης χιλιετίας π.Χ., με την άφιξη των Σουμερίων, ένας νέος πολιτισμός προστέθηκε στο τοπικό υπόβαθρο, στο οποίο ήδη τελούνταν δημιουργικές ζυμώσεις και η Μεσοποταμία εισήλθε αποφασιστικά στην ιστορία. Στους Σουμέριους οφείλεται η εισαγωγή της γραφής, η δυνατότητα χρησιμοποίησης των μετάλλων, η δημιουργία αξιόλογης λογοτεχνίας και μιας τέχνης που ήταν πλέον πλήρης στις αρχιτεκτονικές, πλαστικές και ζωγραφικές εκδηλώσεις της. Στην αρχιτεκτονική, ο ναός, μολονότι διατήρησε τη μεγάλη ορθογώνια αίθουσα με βοηθητικούς χώρους, ξεχωρίζει από το πρότυπο του Αλ-Ουμπαΐντ για την κατασκευή του σε σχήμα Τ, στο επάνω μέρος του οποίου υπήρχε ένας τριπλός ναΐσκος, προορισμένος ίσως για κάποια θεία τριάδα. Τα μεγάλα λατρευτικά συγκροτήματα της Εριντού, της Χαφάτζι και ιδιαίτερα της Ουρούκ (της σημερινής Ουάρκα) έχουν τεράστιες διαστάσεις. Ο λεγόμενος λευκός ναός της Ουρούκ, πρώτο δείγμα υψηλού ναού, και ο ναός της θεάς Ινάνα, διακοσμημένος με μεγάλους ημικίονες, που εφάπτονται στους τοίχους και είναι επενδεδυμένοι με χιλιάδες πολύχρωμους κώνους από πηλό, είναι τα δύο σπουδαιότερα οικοδομήματα των πλούσιων λατρευτικών συγκροτημάτων της Ουρούκ. Παράλληλα με την αρχιτεκτονική εδραιώθηκε και η γλυπτική με σειρά πέτρινων τελετουργικών αγγείων, διακοσμημένων με ανάγλυφες μορφές ηρώων και ζώων, μάλλον μυθολογικής σημασίας. Άλλα έργα, όπως το γυναικείο προσωπείο που είναι γνωστό ως η κυρία της Ουάρκα, το αλαβάστρινο αγγείο και η στήλη του κυνηγιού, όλα από την Ουρούκ, αντιπροσωπεύουν –για τη στιλιστική ευαισθησία τους, τη συνθετική ικανότητα που φανερώνουν και τον εικονογραφικό πλούτο τους– τρεις διαφορετικές εκδηλώσεις μιας καλλιτεχνικής κουλτούρας, που πλέον είναι διαμορφωμένη. Κατά τους πρώτους αιώνες της 3ης χιλιετίας π.Χ. η τέχνη δέχεται και άλλη ώθηση που έχει σχέση με την εμφάνιση ορισμένων πηγών εξουσίας, δηλαδή των πρώτων δυναστειών που κυβέρνησαν τις πόλεις-κράτη Κις, Λαγκάς (τη σημερινή Τελό) και προπάντων την Ουρ (1η δυναστεία, γύρω στο 2550-2400 π.Χ.). Σε αυτές οφείλονται τα πρώτα ανάκτορα, όπως εκείνο της Κις, που αποτελείται από αυλές, περιβαλλόμενες από μικρούς χώρους και μεγάλες αίθουσες, νέοι μεμονωμένοι ναοί σε ψηλά δώματα, γνωστοί κυρίως από την επαρχιακή ζώνη της Ντιάλα, όπως η Χαφάτζι και το Τελ Ασμάρ (άλλοτε Εσνούνα) και, τέλος, μια εικαστική τέχνη στην οποία παράλληλα με τα αναθηματικά ειδώλια εμφανίζεται και σειρά μη θρησκευτικών και ιστορικών απεικονίσεων, που αντικατοπτρίζουν την εκκοσμίκευση της κοινωνίας και την εδραίωση της πολιτικής εξουσίας. Μαρτυρία αυτής της τάσης βλέπουμε στους τάφους της Ουρ, τους λεγόμενους βασιλικούς, λόγω του πλούτου των κτερισμάτων τους. Σε σύγκριση με αυτά, η σειρά των αναθηματικών ειδωλίων που βρέθηκαν στα ιερά προσκυνήματα της Ντιάλα (στο Τελ Ασμάρ και στη Χαφάτζι) φανερώνει μια πιο απλοϊκή τέχνη, αν και παρουσιάζει ενδιαφέρουσα εξέλιξη, από γεωμετρικές έως πιο ρεαλιστικές μορφές. Στον τομέα μιας τέχνης κατεξοχήν ιστορικο-τελετουργικής, μεγάλη στιλιστική δύναμη παρουσιάζει η στήλη των γυπών, που εξυμνεί μια νίκη του βασιλιά Εανάτουμ της 1ης δυναστείας της Ουρ. Η ακαδική και νεοσουμεριακή τέχνη. Μια νέα καλλιτεχνική κατεύθυνση, που χαρακτηρίζεται από διαφορετική ευαισθησία όσον αφορά τους όγκους, μεγαλύτερη πλαστικότητα, ευαίσθητη απέναντι στη φύση, και από έναν τονισμό της μη θρησκευτικής έμπνευσης, παρατηρείται στα έργα που δημιουργήθηκαν κατά την επικράτηση μιας νέας δυναστείας που κατέκτησε τη Σουμέρ, της δυναστείας των Σημιτών της Ακάδ (2380-2263 π.Χ.). Η νέα σημιτική ευαισθησία με πιο ελεύθερες μορφές, επιμήκεις και κομψές, με ελεύθερη συνθετική κατανομή του σχεδίου και με ζωηρούς τονισμούς του τοπίου, επικρατεί στη στήλη του βασιλιά Νάραμ-Σιν και στο μπρούντζινο κεφάλι της Νινευή, που πιστεύεται ότι είναι το κεφάλι του βασιλιά Σαργώνος, ιδρυτή του κράτους της Ακάδ. Η νέα τάση επέδρασε στη νεοσουμεριακή τέχνη των πατέσι (ηγεμόνων-ιερέων) της Λαγκάς και των βασιλιάδων της 3ης δυναστείας της Ουρ (2110-2004 π.Χ.), της οποίας οι σπουδαιότεροι εκπρόσωποι έδωσαν την καλύτερη απόδειξη του δημιουργικού πνεύματός τους στη σειρά των αγαλμάτων του βασιλιά της Λαγκάς, Γκουντέα, και σε μερικά αξιόλογα αγάλματα γυναικών. Στη νεοσουμεριακή αρχιτεκτονική, ο κάτω ναός εξανθρωπίστηκε, εμπνεόμενος από το σχήμα του βασιλικού ανακτόρου, δηλαδή από τη διάταξη προδόμου-αίθουσας των ακροάσεων. Στο Τελ Ασμάρ, ο ναός του θεού-βασιλιά Σου-Σιν της Ουρ επικοινωνεί με το παλάτι-διαμονή και με το συνεχόμενο με αυτό παλάτι των ακροάσεων, του οποίου αποτελούσε πανομοιότυπο. Αντίθετα, ο άνω ναός μεγεθύνεται σε ζιγκουράτ με ορόφους προς τα πίσω και σκαλοπάτια που οδηγούν σε ιερό στην κορυφή. Τα πιο επιβλητικά δείγματα απαντώνται στην Ουρ, στην Ουρούκ, στην Εριντού κ.α. Ανάμεσα στις σουμεροακαδικές ελάσσονες τέχνες, ιδιαίτερη μνεία αξίζει η χαρακτική κυλινδρικών σφραγίδων, που αποτελούν μία από τις πιο χαρακτηριστικές εκφράσεις της μεσοποταμιακής κουλτούρας. Ο αρχαιοβαβυλωνιακός, ο κασσιτικός και ο μιτανικός πολιτισμός. Με την έναρξη της 2ης χιλιετίας π.Χ., η νότια Μεσοποταμία σημείωσε βαθμιαία παρακμή, στην οποία συνετέλεσαν αρκετά οι εισβολές ημιβάρβαρων λαών, όπως οι Σημίτες Αμορραίοι και αργότερα οι Κασσίτες (Κοσσαίοι), ορεσίβιοι ιρανικής καταγωγής. Το πολιτιστικό κέντρο μετατέθηκε προς τα ΝΔ, στην περιοχή που περιλαμβάνεται μεταξύ των ορέων του Ταύρου και του άνω Τίγρη, όπου η πόλη Μάρι, με τη δραστήρια αμορριτική δυναστεία των Ζίμρι-Λιμ (18ος αι. π.Χ.) ανταγωνιζόταν τη Βαβυλώνα, έδρα της σύγχρονής της αμορριτικής δυναστείας του Χαμουραμπί (19ος – αρχές 16ου αι. π.Χ.). Το μεγάλο ανάκτορο της Μάρι, με το συγκρότημα των κατοικιών και των αιθουσών ακροάσεων, κατανεμημένων γύρω από δύο αυλές και οι ναοί της Ισκάλι στα Ν της Βαγδάτης, με κελί και προθάλαμο διατεταγμένα κατά πλάτος, αντανακλούν την εξέλιξη της σουμεριακής αρχιτεκτονικής παράδοσης. Αντίθετα, πιο πρωτότυπη είναι η εικαστική τέχνη της Μάρι, με τον έντονο νατουραλισμό των δύο μπρούντζινων λιονταριών που φρουρούν τον ναό του Νταγκάν (Δαγών), με τις πλούσιες μορφές της θεάς του αναβλύζοντος αγγείου (αρχαίου μεσοποταμιακού μοτίβου, εξιλεωτικού της βροχής), τα ζωγραφικά έργα του παλατιού, που απεικονίζουν τελετουργικές σκηνές, και τη θεά Ιστάρ. Η τέχνη των Κασσιτών, οι οποίοι κατέκτησαν το βασίλειο του Χαμουραμπί τον 16ο αι. π.Χ., ανέπτυξε παραδοσιακά μεσοποταμιακά στοιχεία στην κατασκευή των ζιγκουράτ και στο σχέδιο του παλατιού της πρωτεύουσας Ντουρ Κουριγκαλζού (σήμερα Άκαρ Κουφ, ΒΔ της Βαγδάτης) και αποτελεί τον πρόδρομο της νεοβαβυλωνιακής τέχνης και της τέχνης των Αχαιμενιδών στα αρχιτεκτονικά ανάγλυφα με τούβλα του ναΐσκου Καραϊντάς στην Ουρούκ και στα ζωγραφικά έργα του παλατιού της Ντουρ Κουριγκαλζού. Στο περίπλοκο και κατά μεγάλο μέρος συγκεχυμένο πανόραμα της ουριτομιτανικής τέχνης, που διαδόθηκε στον μεσοποταμιακό βορρά, ιδιαίτερη θέση κατέχουν τα κεραμικά και οι σφραγίδες, που είναι γνωστά με τις ονομασίες Νούζι ή μιτανικά. Τα πρώτα χαρακτηρίζονται από λευκά μοτίβα σε σκούρο φόντο με σειρές πουλιών, αραβουργήματα και σπείρες αιγιακής επίδρασης. Στις σφραγίδες που, όπως και εκείνες των Κασσιτών, αντιπροσωπεύουν μία από τις πιο εκλεπτυσμένες εκφράσεις εκείνης της περιόδου, επικρατεί το ουριτικό θέμα του δέντρου της ζωής, πιθανώς αιγυπτιακής προέλευσης, που αργότερα είχε μεγάλη απήχηση στην τέχνη των Ασσυρίων και των Αχαιμενιδών. Το ιστορικό ανάγλυφο την εποχή των μεγάλων Ασσυρίων βασιλιάδων. Στα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. τοποθετείται μαζί με την πολιτική ισχύ ο εικαστικός πολιτισμός του πιο βόρειου από τα μεσοποταμιακά κράτη, του ασσυριακού. Μία από τις πιο παλιές και πιο πρωτότυπες εκδηλώσεις του είναι η κατεργασία πολύτιμων λίθων, που ασφαλώς μεταβίβασε πολλά στοιχεία στην κασσιτική τέχνη του 14ου αι. π.Χ. Τα θέματά της στην πιο λαμπρή περίοδο, δηλαδή στον 13ο αι. π.Χ., εμφανίζουν μια ζωηρότητα, μια ευαισθησία προς τη φύση, μια στιλιστική σταθερότητα ανώτερες ίσως από εκείνες της ακαδικής χαρακτικής πολύτιμων λίθων. Στον αρχιτεκτονικό τομέα επικρατεί ο τύπος του ασσυριακού ναού με μακρόστενο κελί και προθάλαμο διατεταγμένα κατά πλάτος και το πρότυπο του ανακτόρου, στο οποίο επικρατεί η ορθογώνια αίθουσα του θρόνου με διάταξη κατά πλάτος πίσω από μια αίθουσα πρόδομο, επίσης κατά πλάτος. Ο αρχαϊκός ναός της Ασύρ, με διπλό ιερό αφιερωμένο στον θεό-σελήνη Σιν και στον θεό-ήλιο Σαμάς, της εποχής του Ασύρ-Νιραρί Α’, αποτέλεσε το πρωτότυπο των ναών που περιλαμβάνονται στα μεγάλα ασσυριακά ανάκτορα, όπως της Νεμρούδ. Κατά τον ίδιο τρόπο, τα ίχνη των αρχαϊκών ανακτόρων της Ασύρ του 13ου αι. π.Χ., της εποχής που γεννιόταν η ασσυριακή δύναμη, αποτελούν τον πρόδρομο των μνημειακών επιτευγμάτων του χρυσού αιώνα του ασσυριακού πολιτισμού στη Νεμρούδ, στη Χορσαμπάτ και στη Νινευή. Την πιο χαρακτηριστική και πιο υψηλή έκφραση της ασσυριακής τέχνης αντιπροσωπεύουν τα ανάγλυφα που διακοσμούσαν το κατώτερο τμήμα των τοίχων των βασιλικών ανακτόρων. Σκηνές μαχών και κυνηγιού, σειρές αυλικών και ανδρών που φέρνουν τους φόρους είναι τα θέματα των αναγλύφων, που μια ζωηρή αφηγηματική καλαισθησία τα κάνει ελκυστικά ακόμα και όταν το θέμα αποκαλύπτει τις άγριες πολεμικές συνήθειες της εποχής. Το στιλ φανερώνει τραχιά πλαστικότητα, με αιχμηρά περιγράμματα και άκαμπτους όγκους, με μεγαλοποιημένες ανατομικές λεπτομέρειες, ιδιαίτερα στα χέρια και στα πόδια. Πιο ελεύθερη είναι η μορφή των ζώων, που δεν συνδέεται με τις αυλικές συμβατικότητες των ανθρώπινων μορφών και φτάνει σε εκφράσεις ενός νατουραλισμού και ενός δυναμισμού που είναι ανυπέρβλητοι. Οι πιο σπουδαίες σειρές αναγλύφων προέρχονται από τις διάφορες πρωτεύουσες. Από τη Νεμρούδ (αρχαία Καλάχ) προέρχονται τα ανάγλυφα του Ασουρναζιρπάλ Β’ (883-859 π.Χ.), από τη Χορσαμπάτ (αρχαία Ντουρ Σαρουκίν) εκείνα του Σαργώνος Β’ (721-705 π.Χ.), από την Κουγιουντζίκ (αρχαία Νινευή) εκείνα του Σεναχιρίμ (Σεναχερίβ, 704-681 π.Χ.) και του Ασουρμπανιπάλ (668-629 π.Χ.). Από τον βαβυλωνιακό στον παρθικό πολιτισμό. Η τελευταία έκφραση της αρχαίας μεσοποταμιακής τέχνης βρίσκεται, με την πτώση της ασσυριακής αυτοκρατορίας, στη νεοβαβυλωνιακή περίοδο (625-538 π.Χ.), οπότε η υποταγή της Μεσοποταμίας πρώτα στους Αχαιμενίδες (558-331 π.Χ.), ύστερα στους Σελευκίδες (331-64 π.Χ.) και, τέλος, στους Πάρθους (247 π.Χ. – 226 μ.Χ.) και τους Σασσανίδες (226-640 μ.Χ.) εξαφάνισε τα λείψανα του αρχαίου πολιτισμού, εμποδίζοντας ταυτόχρονα τον σχηματισμό μιας νέας αυτόνομης τέχνης. Από τα λίγα που διασώθηκαν μπορεί να διαπιστωθεί ότι η Μεσοποταμία των Αχαιμενιδών υπήρξε μόνο μια επαρχία της εικαστικής εκείνης κουλτούρας που καλλιεργήθηκε στα ανάκτορα των Σούσων και της Περσέπολης, ενώ εκείνη των Σελευκιδών μια ελληνική επαρχία. Όμως, η ελληνική επίδραση εξουδετερώθηκε γρήγορα από την αντίδραση του ανατολίτικου στοιχείου, που διαπιστώθηκε σε κάθε τομέα κατά την παρθική περίοδο. Πανάρχαιες πόλεις, όπως η Νιπούρ, η Λαγκάς και η Ασύρ, παρουσιάζουν ανάκτορα παρθικού ρυθμού καθώς και οι νέες πόλεις, για παράδειγμα, η Χάτρα ή οι ιρανικές. Από αυτό το σημείο και μετά, η μεσοποταμιακή περιοχή αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του Ιράν, με ταυτόσημες καλλιτεχνικές δημιουργίες. Δεν είναι τυχαίο ότι η πιο αξιοσημείωτη ομάδα παρθικών γλυπτών προέρχεται από τη Χάτρα, μια μεσοποταμιακή πόλη, ενώ πολλές διακοσμήσεις από γυψοκονία της εποχής των Σασσανιδών βρέθηκαν στην Κις. Κοντά στον ποταμό Τίγρη υπάρχει ένα από τα πιο επιβλητικά λείψανα της περιόδου των Σασσανιδών, το ανάκτορο της Κτησιφώντος, του οποίου η κατασκευή αποδίδεται στον Χοσρόη· αποτελεί πρόδρομο της αίθουσας από την οποία λείπει μια πλευρά. Η ισλαμική τέχνη. Δυστυχώς τίποτα, ή σχεδόν τίποτα, δεν έμεινε από τη μεγάλη καλλιτεχνική άνθηση της αββασιδικής Μεσοποταμίας, μολονότι είχε μεγάλη σπουδαιότητα για την ανάπτυξη μεγάλου μέρους της ισλαμικής τέχνης, ιδιαίτερα με τη διάδοση του τεμένους της Κούφας, με αυλή και υπόστυλη αίθουσα. Η φθαρτότητα του υλικού και οι συστηματικές καταστροφές από τους Μογγόλους ξεθεμελίωσαν όλες τις αρχαίες πρωτεύουσες, Κούφα, Χασιμίγια, Σαμάρα, Βαγδάτη. Από τα αρχιτεκτονήματα που διασώθηκαν, ιδιαίτερη μνεία αξίζει το μεγάλο τέμενος (μεγάλο τζαμί) ή τέμενος των στρατευμάτων της Σαμάρας, με τον γειτονικό μιναρέ, που η ελικοειδής μορφή του θύμιζε με αληθινά υποβλητικό τρόπο τη δομή των ασσυριακών ζιγκουράτ της Χορσαμπάτ, τα πολυτελή ανάκτορα της Σαμάρας, με τρεις ιουάν στην πρόσοψη και χώρους σε σταυροειδή διάταξη γύρω από την κεντρική αυλή και, τέλος, τα εκλεπτυσμένα αρχιτεκτονήματα. Στην τελική φάση της περιόδου των Αββασιδών σημειώθηκε βαθμιαία παρακμή. Οι τελευταίοι δύο αιώνες χαρακτηρίζονται από την υποδούλωση στους Σελτζούκους. Ακόμα και τα μνημεία αντικατοπτρίζουν αυτό το στιλ, όπως οι τάφοι και οι πύργοι του τύπου της Σίτα Ζουμπάιντα, κοντά στη Βαγδάτη. Από την εποχή των Σελτζούκων, μόνο η λαμπρή σχολή μικρογραφίας της Βαγδάτης, των αρχών του 13ου αι., μένει για να μαρτυρήσει πόση δημιουργική ικανότητα υπέβοσκε ακόμα στο αρχαίο ιρακινό κέντρο. Αυτή η σχολή υπήρξε ο γενάρχης της ισλαμικής τέχνης της μικρογραφίας, η οποία αναπτύχθηκε αργότερα στην Περσία των Μογγόλων Τιμουριδών και Σαφαβιδών. Σε αυτή την περίοδο έδωσε βίαιο τέλος η μογγολική κατάκτηση με τις τρομακτικές καταστροφές της. Η παραγωγή των νεότερων χρόνων δεν παρουσιάζει σπουδαία έργα. Πραγματικά, η ιρακινή τέχνη δεν κατόρθωσε ακόμα να βρει μια δική της, αυτόνομη κατεύθυνση, που να την οδηγήσει είτε σε μια άρνηση του πατροπαράδοτου αραβικού στιλ και κατά συνέπεια σε μια προσαρμογή στα ευρωπαϊκά ή αμερικανικά στιλιστικά ρεύματα είτε σε μια πίστη στην πολιτιστική μήτρα και σε δημιουργικές αναζητήσεις. Ανάμεσα στους σημαντικότερους καλλιτέχνες της χώρας συμπεριλαμβάνεται ο Τζουάντ Σαλίμ, ζωγράφος και γλύπτης, στον οποίο μεταξύ άλλων οφείλεται η μνημειακή και συμβολική Αψίδα της επανάστασης του ιρακινού λαού στη Βαγδάτη, και οι Ρακάν Νταμπντούμπ, Χαλίντ Ραχάλ και Ισμαήλ Φατάχ.Οι προσουμεριακοί πολιτισμοί. Ο αρχαιότερος μεσοποταμιακός εικαστικός πολιτισμός εκδηλώθηκε στο βόρειο τμήμα της περιοχής που βρισκόταν, όπως δηλώνει και η ονομασία της, ανάμεσα σε δύο ποταμούς. Οι πρώτες απόπειρες συνδέονται με την πρωτοβουλία του νεολιθικού ανθρώπου να εγκατασταθεί σε μόνιμους οικισμούς, ίχνη των οποίων βρέθηκαν στο Μουαλαφάτ και στο Τζαρμό (τέλη 6ης – αρχές 5ης χιλιετίας π.Χ.). Στον οικισμό Τελ Χασούνα (5η χιλιετία π.Χ.) οι καλλιτεχνικές ικανότητες απέκτησαν συγκεκριμένη μορφή. Ενώ οι κατοικίες έγιναν πιο πολυσύνθετες, γεννήθηκε η κεραμική, της οποίας τα προϊόντα πλάθονταν με το χέρι και έπειτα ψήνονταν. Η επόμενη φάση του πρωτοϊστορικού πολιτισμού, που βρισκόταν σε συνεχή πρόοδο, σηματοδοτήθηκε την 4η χιλιετία π.Χ. στη Σαμάρα και στην Τελ Χαλάφ, όπου εμφανίστηκε η χρήση του χαλκού και αναπτύχθηκε η κεραμική, με την εφεύρεση του αγγειοπλαστικού τροχού. Ο πολιτισμός της Τελ Χαλάφ, που χρονολογείται λίγο μετά τον πολιτισμό της Σαμάρας, αλλά αναπτύχθηκε κατά μεγάλο μέρος παράλληλα, δημιούργησε την τρίτη μεγάλη σχολή κεραμικής της βόρειας Μεσοποταμίας. Τα καλύτερα προϊόντα αυτής της σχολής ήταν τα αγγεία του Τελ Αρπασίγια. Επίσης απαντώνται και τύποι μιας εξελιγμένης αρχιτεκτονικής με θόλο, δηλαδή στρογγυλό δωμάτιο με ψευδοτρούλο, που φανερώνουν ανεπτυγμένες οικοδομικές ικανότητες. Κατά τα τέλη της 5ης χιλιετίας π.Χ. έκανε την εμφάνισή του ο πολιτισμός της νότιας Μεσοποταμίας. Η Κάτω Μεσοποταμία, που αρχικά είχε υποστεί τις πολιτιστικές επιδράσεις του βορρά, διαμόρφωσε κατά την 4η χιλιετία π.Χ. έναν πολιτισμό που υιοθέτησε την ονομασία του από την Εριντού (το σημερινό Αμπού Σαχράιν) και, με τα ίχνη των δεκαοκτώ προσουμεριακών και σουμεριακών επάλληλων ιερών του, αποτέλεσε ιερή πόλη της Σουμέρ. Η διαφορετική αντίληψη για τη ζωή, που ενέπνευσε αυτό τον πολιτισμό, και το πιο πολυσύνθετο της κουλτούρας του αντικατοπτρίζονται στον ναό που βρέθηκε στα στρώματα 18-15 της Εριντού, ο οποίος με το σχέδιό του αποκαλύπτει την ύπαρξη περίπλοκων τελετουργικών πρακτικών, αντανάκλαση μιας πλήρως διαμορφωμένης θρησκείας. Ειδικότερα, ο ναός αποτελείται από μία ορθογώνια αίθουσα, με διάταξη κατά την κατεύθυνση του πλάτους και χωρισμένη σε τρεις ζώνες με μικρά χωρίσματα: η πρώτη, πίσω από την είσοδο, προοριζόταν για τους πιστούς, η δεύτερη για τους ιερείς και η τρίτη για το άγαλμα του Θεού. Την εποχή του Αλ-Ουμπαΐντ (ή Ελ-Ομπεΐντ, στρώματα 8-6 της Εριντού), ο ναός προσέκτησε πιο περίπλοκη μορφή, με πολλούς μικρότερους χώρους και πολλαπλές εισόδους στις μακριές πλευρές της ορθογώνιας αίθουσας. Η λεγόμενη φάση του Αλ-Ουμπαΐντ, που χαρακτηρίζει την εποχή, οφείλεται σε έναν καινούργιο λαό, που κατέφθασε στη Μεσοποταμία στις αρχές της 4ης χιλιετίας π.Χ., από τα ΝΑ όπως πιστεύεται, και διέδωσε τον πολιτισμό του προς τον βορρά και σε σημαντικό μέρος της Μικράς Ασίας. Η μεγαλύτερη συνεισφορά του Αλ-Ουμπαΐντ εντοπίζεται στην αρχιτεκτονική. Πραγματικά, διαπιστώνονται με ακρίβεια μερικά χαρακτηριστικά που έμελλε να μείνουν βασικά σε ολόκληρη την πορεία του μεσοποταμιακού πολιτισμού, όπως η χρήση των τούβλων ως δομικού υλικού, η ανέγερση των ιερών κτιρίων σε πλατφόρμες (γεγονός που οδήγησε αργότερα στη δημιουργία των ζιγκουράτ, των χαρακτηριστικών γιγαντιαίων πύργων με ορόφους) και το σχέδιο των κτιρίων – δωμάτια γύρω από μία αυλή για κατοικίες και ένα ορθογώνιο κελί μπροστά από το οποίο υπήρχαν μία ή περισσότερες αυλές για τους ναούς. Ο σουμεριακός πολιτισμός. Κατά το β’ μισό της 4ης χιλιετίας π.Χ., με την άφιξη των Σουμερίων, ένας νέος πολιτισμός προστέθηκε στο τοπικό υπόβαθρο, στο οποίο ήδη τελούνταν δημιουργικές ζυμώσεις και η Μεσοποταμία εισήλθε αποφασιστικά στην ιστορία. Στους Σουμέριους οφείλεται η εισαγωγή της γραφής, η δυνατότητα χρησιμοποίησης των μετάλλων, η δημιουργία αξιόλογης λογοτεχνίας και μιας τέχνης που ήταν πλέον πλήρης στις αρχιτεκτονικές, πλαστικές και ζωγραφικές εκδηλώσεις της. Στην αρχιτεκτονική, ο ναός, μολονότι διατήρησε τη μεγάλη ορθογώνια αίθουσα με βοηθητικούς χώρους, ξεχωρίζει από το πρότυπο του Αλ-Ουμπαΐντ για την κατασκευή του σε σχήμα Τ, στο επάνω μέρος του οποίου υπήρχε ένας τριπλός ναΐσκος, προορισμένος ίσως για κάποια θεία τριάδα. Τα μεγάλα λατρευτικά συγκροτήματα της Εριντού, της Χαφάτζι και ιδιαίτερα της Ουρούκ (της σημερινής Ουάρκα) έχουν τεράστιες διαστάσεις. Ο λεγόμενος λευκός ναός της Ουρούκ, πρώτο δείγμα υψηλού ναού, και ο ναός της θεάς Ινάνα, διακοσμημένος με μεγάλους ημικίονες, που εφάπτονται στους τοίχους και είναι επενδεδυμένοι με χιλιάδες πολύχρωμους κώνους από πηλό, είναι τα δύο σπουδαιότερα οικοδομήματα των πλούσιων λατρευτικών συγκροτημάτων της Ουρούκ. Παράλληλα με την αρχιτεκτονική εδραιώθηκε και η γλυπτική με σειρά πέτρινων τελετουργικών αγγείων, διακοσμημένων με ανάγλυφες μορφές ηρώων και ζώων, μάλλον μυθολογικής σημασίας. Άλλα έργα, όπως το γυναικείο προσωπείο που είναι γνωστό ως η κυρία της Ουάρκα, το αλαβάστρινο αγγείο και η στήλη του κυνηγιού, όλα από την Ουρούκ, αντιπροσωπεύουν –για τη στιλιστική ευαισθησία τους, τη συνθετική ικανότητα που φανερώνουν και τον εικονογραφικό πλούτο τους– τρεις διαφορετικές εκδηλώσεις μιας καλλιτεχνικής κουλτούρας, που πλέον είναι διαμορφωμένη. Κατά τους πρώτους αιώνες της 3ης χιλιετίας π.Χ. η τέχνη δέχεται και άλλη ώθηση που έχει σχέση με την εμφάνιση ορισμένων πηγών εξουσίας, δηλαδή των πρώτων δυναστειών που κυβέρνησαν τις πόλεις-κράτη Κις, Λαγκάς (τη σημερινή Τελό) και προπάντων την Ουρ (1η δυναστεία, γύρω στο 2550-2400 π.Χ.). Σε αυτές οφείλονται τα πρώτα ανάκτορα, όπως εκείνο της Κις, που αποτελείται από αυλές, περιβαλλόμενες από μικρούς χώρους και μεγάλες αίθουσες, νέοι μεμονωμένοι ναοί σε ψηλά δώματα, γνωστοί κυρίως από την επαρχιακή ζώνη της Ντιάλα, όπως η Χαφάτζι και το Τελ Ασμάρ (άλλοτε Εσνούνα) και, τέλος, μια εικαστική τέχνη στην οποία παράλληλα με τα αναθηματικά ειδώλια εμφανίζεται και σειρά μη θρησκευτικών και ιστορικών απεικονίσεων, που αντικατοπτρίζουν την εκκοσμίκευση της κοινωνίας και την εδραίωση της πολιτικής εξουσίας. Μαρτυρία αυτής της τάσης βλέπουμε στους τάφους της Ουρ, τους λεγόμενους βασιλικούς, λόγω του πλούτου των κτερισμάτων τους. Σε σύγκριση με αυτά, η σειρά των αναθηματικών ειδωλίων που βρέθηκαν στα ιερά προσκυνήματα της Ντιάλα (στο Τελ Ασμάρ και στη Χαφάτζι) φανερώνει μια πιο απλοϊκή τέχνη, αν και παρουσιάζει ενδιαφέρουσα εξέλιξη, από γεωμετρικές έως πιο ρεαλιστικές μορφές. Στον τομέα μιας τέχνης κατεξοχήν ιστορικο-τελετουργικής, μεγάλη στιλιστική δύναμη παρουσιάζει η στήλη των γυπών, που εξυμνεί μια νίκη του βασιλιά Εανάτουμ της 1ης δυναστείας της Ουρ. Η ακαδική και νεοσουμεριακή τέχνη. Μια νέα καλλιτεχνική κατεύθυνση, που χαρακτηρίζεται από διαφορετική ευαισθησία όσον αφορά τους όγκους, μεγαλύτερη πλαστικότητα, ευαίσθητη απέναντι στη φύση, και από έναν τονισμό της μη θρησκευτικής έμπνευσης, παρατηρείται στα έργα που δημιουργήθηκαν κατά την επικράτηση μιας νέας δυναστείας που κατέκτησε τη Σουμέρ, της δυναστείας των Σημιτών της Ακάδ (2380-2263 π.Χ.). Η νέα σημιτική ευαισθησία με πιο ελεύθερες μορφές, επιμήκεις και κομψές, με ελεύθερη συνθετική κατανομή του σχεδίου και με ζωηρούς τονισμούς του τοπίου, επικρατεί στη στήλη του βασιλιά Νάραμ-Σιν και στο μπρούντζινο κεφάλι της Νινευή, που πιστεύεται ότι είναι το κεφάλι του βασιλιά Σαργώνος, ιδρυτή του κράτους της Ακάδ. Η νέα τάση επέδρασε στη νεοσουμεριακή τέχνη των πατέσι (ηγεμόνων-ιερέων) της Λαγκάς και των βασιλιάδων της 3ης δυναστείας της Ουρ (2110-2004 π.Χ.), της οποίας οι σπουδαιότεροι εκπρόσωποι έδωσαν την καλύτερη απόδειξη του δημιουργικού πνεύματός τους στη σειρά των αγαλμάτων του βασιλιά της Λαγκάς, Γκουντέα, και σε μερικά αξιόλογα αγάλματα γυναικών. Στη νεοσουμεριακή αρχιτεκτονική, ο κάτω ναός εξανθρωπίστηκε, εμπνεόμενος από το σχήμα του βασιλικού ανακτόρου, δηλαδή από τη διάταξη προδόμου-αίθουσας των ακροάσεων. Στο Τελ Ασμάρ, ο ναός του θεού-βασιλιά Σου-Σιν της Ουρ επικοινωνεί με το παλάτι-διαμονή και με το συνεχόμενο με αυτό παλάτι των ακροάσεων, του οποίου αποτελούσε πανομοιότυπο. Αντίθετα, ο άνω ναός μεγεθύνεται σε ζιγκουράτ με ορόφους προς τα πίσω και σκαλοπάτια που οδηγούν σε ιερό στην κορυφή. Τα πιο επιβλητικά δείγματα απαντώνται στην Ουρ, στην Ουρούκ, στην Εριντού κ.α. Ανάμεσα στις σουμεροακαδικές ελάσσονες τέχνες, ιδιαίτερη μνεία αξίζει η χαρακτική κυλινδρικών σφραγίδων, που αποτελούν μία από τις πιο χαρακτηριστικές εκφράσεις της μεσοποταμιακής κουλτούρας. Ο αρχαιοβαβυλωνιακός, ο κασσιτικός και ο μιτανικός πολιτισμός. Με την έναρξη της 2ης χιλιετίας π.Χ., η νότια Μεσοποταμία σημείωσε βαθμιαία παρακμή, στην οποία συνετέλεσαν αρκετά οι εισβολές ημιβάρβαρων λαών, όπως οι Σημίτες Αμορραίοι και αργότερα οι Κασσίτες (Κοσσαίοι), ορεσίβιοι ιρανικής καταγωγής. Το πολιτιστικό κέντρο μετατέθηκε προς τα ΝΔ, στην περιοχή που περιλαμβάνεται μεταξύ των ορέων του Ταύρου και του άνω Τίγρη, όπου η πόλη Μάρι, με τη δραστήρια αμορριτική δυναστεία των Ζίμρι-Λιμ (18ος αι. π.Χ.) ανταγωνιζόταν τη Βαβυλώνα, έδρα της σύγχρονής της αμορριτικής δυναστείας του Χαμουραμπί (19ος – αρχές 16ου αι. π.Χ.). Το μεγάλο ανάκτορο της Μάρι, με το συγκρότημα των κατοικιών και των αιθουσών ακροάσεων, κατανεμημένων γύρω από δύο αυλές και οι ναοί της Ισκάλι στα Ν της Βαγδάτης, με κελί και προθάλαμο διατεταγμένα κατά πλάτος, αντανακλούν την εξέλιξη της σουμεριακής αρχιτεκτονικής παράδοσης. Αντίθετα, πιο πρωτότυπη είναι η εικαστική τέχνη της Μάρι, με τον έντονο νατουραλισμό των δύο μπρούντζινων λιονταριών που φρουρούν τον ναό του Νταγκάν (Δαγών), με τις πλούσιες μορφές της θεάς του αναβλύζοντος αγγείου (αρχαίου μεσοποταμιακού μοτίβου, εξιλεωτικού της βροχής), τα ζωγραφικά έργα του παλατιού, που απεικονίζουν τελετουργικές σκηνές, και τη θεά Ιστάρ. Η τέχνη των Κασσιτών, οι οποίοι κατέκτησαν το βασίλειο του Χαμουραμπί τον 16ο αι. π.Χ., ανέπτυξε παραδοσιακά μεσοποταμιακά στοιχεία στην κατασκευή των ζιγκουράτ και στο σχέδιο του παλατιού της πρωτεύουσας Ντουρ Κουριγκαλζού (σήμερα Άκαρ Κουφ, ΒΔ της Βαγδάτης) και αποτελεί τον πρόδρομο της νεοβαβυλωνιακής τέχνης και της τέχνης των Αχαιμενιδών στα αρχιτεκτονικά ανάγλυφα με τούβλα του ναΐσκου Καραϊντάς στην Ουρούκ και στα ζωγραφικά έργα του παλατιού της Ντουρ Κουριγκαλζού. Στο περίπλοκο και κατά μεγάλο μέρος συγκεχυμένο πανόραμα της ουριτομιτανικής τέχνης, που διαδόθηκε στον μεσοποταμιακό βορρά, ιδιαίτερη θέση κατέχουν τα κεραμικά και οι σφραγίδες, που είναι γνωστά με τις ονομασίες Νούζι ή μιτανικά. Τα πρώτα χαρακτηρίζονται από λευκά μοτίβα σε σκούρο φόντο με σειρές πουλιών, αραβουργήματα και σπείρες αιγιακής επίδρασης. Στις σφραγίδες που, όπως και εκείνες των Κασσιτών, αντιπροσωπεύουν μία από τις πιο εκλεπτυσμένες εκφράσεις εκείνης της περιόδου, επικρατεί το ουριτικό θέμα του δέντρου της ζωής, πιθανώς αιγυπτιακής προέλευσης, που αργότερα είχε μεγάλη απήχηση στην τέχνη των Ασσυρίων και των Αχαιμενιδών. Το ιστορικό ανάγλυφο την εποχή των μεγάλων Ασσυρίων βασιλιάδων. Στα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. τοποθετείται μαζί με την πολιτική ισχύ ο εικαστικός πολιτισμός του πιο βόρειου από τα μεσοποταμιακά κράτη, του ασσυριακού. Μία από τις πιο παλιές και πιο πρωτότυπες εκδηλώσεις του είναι η κατεργασία πολύτιμων λίθων, που ασφαλώς μεταβίβασε πολλά στοιχεία στην κασσιτική τέχνη του 14ου αι. π.Χ. Τα θέματά της στην πιο λαμπρή περίοδο, δηλαδή στον 13ο αι. π.Χ., εμφανίζουν μια ζωηρότητα, μια ευαισθησία προς τη φύση, μια στιλιστική σταθερότητα ανώτερες ίσως από εκείνες της ακαδικής χαρακτικής πολύτιμων λίθων. Στον αρχιτεκτονικό τομέα επικρατεί ο τύπος του ασσυριακού ναού με μακρόστενο κελί και προθάλαμο διατεταγμένα κατά πλάτος και το πρότυπο του ανακτόρου, στο οποίο επικρατεί η ορθογώνια αίθουσα του θρόνου με διάταξη κατά πλάτος πίσω από μια αίθουσα πρόδομο, επίσης κατά πλάτος. Ο αρχαϊκός ναός της Ασύρ, με διπλό ιερό αφιερωμένο στον θεό-σελήνη Σιν και στον θεό-ήλιο Σαμάς, της εποχής του Ασύρ-Νιραρί Α’, αποτέλεσε το πρωτότυπο των ναών που περιλαμβάνονται στα μεγάλα ασσυριακά ανάκτορα, όπως της Νεμρούδ. Κατά τον ίδιο τρόπο, τα ίχνη των αρχαϊκών ανακτόρων της Ασύρ του 13ου αι. π.Χ., της εποχής που γεννιόταν η ασσυριακή δύναμη, αποτελούν τον πρόδρομο των μνημειακών επιτευγμάτων του χρυσού αιώνα του ασσυριακού πολιτισμού στη Νεμρούδ, στη Χορσαμπάτ και στη Νινευή. Την πιο χαρακτηριστική και πιο υψηλή έκφραση της ασσυριακής τέχνης αντιπροσωπεύουν τα ανάγλυφα που διακοσμούσαν το κατώτερο τμήμα των τοίχων των βασιλικών ανακτόρων. Σκηνές μαχών και κυνηγιού, σειρές αυλικών και ανδρών που φέρνουν τους φόρους είναι τα θέματα των αναγλύφων, που μια ζωηρή αφηγηματική καλαισθησία τα κάνει ελκυστικά ακόμα και όταν το θέμα αποκαλύπτει τις άγριες πολεμικές συνήθειες της εποχής. Το στιλ φανερώνει τραχιά πλαστικότητα, με αιχμηρά περιγράμματα και άκαμπτους όγκους, με μεγαλοποιημένες ανατομικές λεπτομέρειες, ιδιαίτερα στα χέρια και στα πόδια. Πιο ελεύθερη είναι η μορφή των ζώων, που δεν συνδέεται με τις αυλικές συμβατικότητες των ανθρώπινων μορφών και φτάνει σε εκφράσεις ενός νατουραλισμού και ενός δυναμισμού που είναι ανυπέρβλητοι. Οι πιο σπουδαίες σειρές αναγλύφων προέρχονται από τις διάφορες πρωτεύουσες. Από τη Νεμρούδ (αρχαία Καλάχ) προέρχονται τα ανάγλυφα του Ασουρναζιρπάλ Β’ (883-859 π.Χ.), από τη Χορσαμπάτ (αρχαία Ντουρ Σαρουκίν) εκείνα του Σαργώνος Β’ (721-705 π.Χ.), από την Κουγιουντζίκ (αρχαία Νινευή) εκείνα του Σεναχιρίμ (Σεναχερίβ, 704-681 π.Χ.) και του Ασουρμπανιπάλ (668-629 π.Χ.). Από τον βαβυλωνιακό στον παρθικό πολιτισμό. Η τελευταία έκφραση της αρχαίας μεσοποταμιακής τέχνης βρίσκεται, με την πτώση της ασσυριακής αυτοκρατορίας, στη νεοβαβυλωνιακή περίοδο (625-538 π.Χ.), οπότε η υποταγή της Μεσοποταμίας πρώτα στους Αχαιμενίδες (558-331 π.Χ.), ύστερα στους Σελευκίδες (331-64 π.Χ.) και, τέλος, στους Πάρθους (247 π.Χ. – 226 μ.Χ.) και τους Σασσανίδες (226-640 μ.Χ.) εξαφάνισε τα λείψανα του αρχαίου πολιτισμού, εμποδίζοντας ταυτόχρονα τον σχηματισμό μιας νέας αυτόνομης τέχνης. Από τα λίγα που διασώθηκαν μπορεί να διαπιστωθεί ότι η Μεσοποταμία των Αχαιμενιδών υπήρξε μόνο μια επαρχία της εικαστικής εκείνης κουλτούρας που καλλιεργήθηκε στα ανάκτορα των Σούσων και της Περσέπολης, ενώ εκείνη των Σελευκιδών μια ελληνική επαρχία. Όμως, η ελληνική επίδραση εξουδετερώθηκε γρήγορα από την αντίδραση του ανατολίτικου στοιχείου, που διαπιστώθηκε σε κάθε τομέα κατά την παρθική περίοδο. Πανάρχαιες πόλεις, όπως η Νιπούρ, η Λαγκάς και η Ασύρ, παρουσιάζουν ανάκτορα παρθικού ρυθμού καθώς και οι νέες πόλεις, για παράδειγμα, η Χάτρα ή οι ιρανικές. Από αυτό το σημείο και μετά, η μεσοποταμιακή περιοχή αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του Ιράν, με ταυτόσημες καλλιτεχνικές δημιουργίες. Δεν είναι τυχαίο ότι η πιο αξιοσημείωτη ομάδα παρθικών γλυπτών προέρχεται από τη Χάτρα, μια μεσοποταμιακή πόλη, ενώ πολλές διακοσμήσεις από γυψοκονία της εποχής των Σασσανιδών βρέθηκαν στην Κις. Κοντά στον ποταμό Τίγρη υπάρχει ένα από τα πιο επιβλητικά λείψανα της περιόδου των Σασσανιδών, το ανάκτορο της Κτησιφώντος, του οποίου η κατασκευή αποδίδεται στον Χοσρόη· αποτελεί πρόδρομο της αίθουσας από την οποία λείπει μια πλευρά. Η ισλαμική τέχνη. Δυστυχώς τίποτα, ή σχεδόν τίποτα, δεν έμεινε από τη μεγάλη καλλιτεχνική άνθηση της αββασιδικής Μεσοποταμίας, μολονότι είχε μεγάλη σπουδαιότητα για την ανάπτυξη μεγάλου μέρους της ισλαμικής τέχνης, ιδιαίτερα με τη διάδοση του τεμένους της Κούφας, με αυλή και υπόστυλη αίθουσα. Η φθαρτότητα του υλικού και οι συστηματικές καταστροφές από τους Μογγόλους ξεθεμελίωσαν όλες τις αρχαίες πρωτεύουσες, Κούφα, Χασιμίγια, Σαμάρα, Βαγδάτη. Από τα αρχιτεκτονήματα που διασώθηκαν, ιδιαίτερη μνεία αξίζει το μεγάλο τέμενος (μεγάλο τζαμί) ή τέμενος των στρατευμάτων της Σαμάρας, με τον γειτονικό μιναρέ, που η ελικοειδής μορφή του θύμιζε με αληθινά υποβλητικό τρόπο τη δομή των ασσυριακών ζιγκουράτ της Χορσαμπάτ, τα πολυτελή ανάκτορα της Σαμάρας, με τρεις ιουάν στην πρόσοψη και χώρους σε σταυροειδή διάταξη γύρω από την κεντρική αυλή και, τέλος, τα εκλεπτυσμένα αρχιτεκτονήματα. Στην τελική φάση της περιόδου των Αββασιδών σημειώθηκε βαθμιαία παρακμή. Οι τελευταίοι δύο αιώνες χαρακτηρίζονται από την υποδούλωση στους Σελτζούκους. Ακόμα και τα μνημεία αντικατοπτρίζουν αυτό το στιλ, όπως οι τάφοι και οι πύργοι του τύπου της Σίτα Ζουμπάιντα, κοντά στη Βαγδάτη. Από την εποχή των Σελτζούκων, μόνο η λαμπρή σχολή μικρογραφίας της Βαγδάτης, των αρχών του 13ου αι., μένει για να μαρτυρήσει πόση δημιουργική ικανότητα υπέβοσκε ακόμα στο αρχαίο ιρακινό κέντρο. Αυτή η σχολή υπήρξε ο γενάρχης της ισλαμικής τέχνης της μικρογραφίας, η οποία αναπτύχθηκε αργότερα στην Περσία των Μογγόλων Τιμουριδών και Σαφαβιδών. Σε αυτή την περίοδο έδωσε βίαιο τέλος η μογγολική κατάκτηση με τις τρομακτικές καταστροφές της. Η παραγωγή των νεότερων χρόνων δεν παρουσιάζει σπουδαία έργα. Πραγματικά, η ιρακινή τέχνη δεν κατόρθωσε ακόμα να βρει μια δική της, αυτόνομη κατεύθυνση, που να την οδηγήσει είτε σε μια άρνηση του πατροπαράδοτου αραβικού στιλ και κατά συνέπεια σε μια προσαρμογή στα ευρωπαϊκά ή αμερικανικά στιλιστικά ρεύματα είτε σε μια πίστη στην πολιτιστική μήτρα και σε δημιουργικές αναζητήσεις. Ανάμεσα στους σημαντικότερους καλλιτέχνες της χώρας συμπεριλαμβάνεται ο Τζουάντ Σαλίμ, ζωγράφος και γλύπτης, στον οποίο μεταξύ άλλων οφείλεται η μνημειακή και συμβολική Αψίδα της επανάστασης του ιρακινού λαού στη Βαγδάτη, και οι Ρακάν Νταμπντούμπ, Χαλίντ Ραχάλ και Ισμαήλ Φατάχ.Οι προσουμεριακοί πολιτισμοί. Ο αρχαιότερος μεσοποταμιακός εικαστικός πολιτισμός εκδηλώθηκε στο βόρειο τμήμα της περιοχής που βρισκόταν, όπως δηλώνει και η ονομασία της, ανάμεσα σε δύο ποταμούς. Οι πρώτες απόπειρες συνδέονται με την πρωτοβουλία του νεολιθικού ανθρώπου να εγκατασταθεί σε μόνιμους οικισμούς, ίχνη των οποίων βρέθηκαν στο Μουαλαφάτ και στο Τζαρμό (τέλη 6ης – αρχές 5ης χιλιετίας π.Χ.). Στον οικισμό Τελ Χασούνα (5η χιλιετία π.Χ.) οι καλλιτεχνικές ικανότητες απέκτησαν συγκεκριμένη μορφή. Ενώ οι κατοικίες έγιναν πιο πολυσύνθετες, γεννήθηκε η κεραμική, της οποίας τα προϊόντα πλάθονταν με το χέρι και έπειτα ψήνονταν. Η επόμενη φάση του πρωτοϊστορικού πολιτισμού, που βρισκόταν σε συνεχή πρόοδο, σηματοδοτήθηκε την 4η χιλιετία π.Χ. στη Σαμάρα και στην Τελ Χαλάφ, όπου εμφανίστηκε η χρήση του χαλκού και αναπτύχθηκε η κεραμική, με την εφεύρεση του αγγειοπλαστικού τροχού. Ο πολιτισμός της Τελ Χαλάφ, που χρονολογείται λίγο μετά τον πολιτισμό της Σαμάρας, αλλά αναπτύχθηκε κατά μεγάλο μέρος παράλληλα, δημιούργησε την τρίτη μεγάλη σχολή κεραμικής της βόρειας Μεσοποταμίας. Τα καλύτερα προϊόντα αυτής της σχολής ήταν τα αγγεία του Τελ Αρπασίγια. Επίσης απαντώνται και τύποι μιας εξελιγμένης αρχιτεκτονικής με θόλο, δηλαδή στρογγυλό δωμάτιο με ψευδοτρούλο, που φανερώνουν ανεπτυγμένες οικοδομικές ικανότητες. Κατά τα τέλη της 5ης χιλιετίας π.Χ. έκανε την εμφάνισή του ο πολιτισμός της νότιας Μεσοποταμίας. Η Κάτω Μεσοποταμία, που αρχικά είχε υποστεί τις πολιτιστικές επιδράσεις του βορρά, διαμόρφωσε κατά την 4η χιλιετία π.Χ. έναν πολιτισμό που υιοθέτησε την ονομασία του από την Εριντού (το σημερινό Αμπού Σαχράιν) και, με τα ίχνη των δεκαοκτώ προσουμεριακών και σουμεριακών επάλληλων ιερών του, αποτέλεσε ιερή πόλη της Σουμέρ. Η διαφορετική αντίληψη για τη ζωή, που ενέπνευσε αυτό τον πολιτισμό, και το πιο πολυσύνθετο της κουλτούρας του αντικατοπτρίζονται στον ναό που βρέθηκε στα στρώματα 18-15 της Εριντού, ο οποίος με το σχέδιό του αποκαλύπτει την ύπαρξη περίπλοκων τελετουργικών πρακτικών, αντανάκλαση μιας πλήρως διαμορφωμένης θρησκείας. Ειδικότερα, ο ναός αποτελείται από μία ορθογώνια αίθουσα, με διάταξη κατά την κατεύθυνση του πλάτους και χωρισμένη σε τρεις ζώνες με μικρά χωρίσματα: η πρώτη, πίσω από την είσοδο, προοριζόταν για τους πιστούς, η δεύτερη για τους ιερείς και η τρίτη για το άγαλμα του Θεού. Την εποχή του Αλ-Ουμπαΐντ (ή Ελ-Ομπεΐντ, στρώματα 8-6 της Εριντού), ο ναός προσέκτησε πιο περίπλοκη μορφή, με πολλούς μικρότερους χώρους και πολλαπλές εισόδους στις μακριές πλευρές της ορθογώνιας αίθουσας. Η λεγόμενη φάση του Αλ-Ουμπαΐντ, που χαρακτηρίζει την εποχή, οφείλεται σε έναν καινούργιο λαό, που κατέφθασε στη Μεσοποταμία στις αρχές της 4ης χιλιετίας π.Χ., από τα ΝΑ όπως πιστεύεται, και διέδωσε τον πολιτισμό του προς τον βορρά και σε σημαντικό μέρος της Μικράς Ασίας. Η μεγαλύτερη συνεισφορά του Αλ-Ουμπαΐντ εντοπίζεται στην αρχιτεκτονική. Πραγματικά, διαπιστώνονται με ακρίβεια μερικά χαρακτηριστικά που έμελλε να μείνουν βασικά σε ολόκληρη την πορεία του μεσοποταμιακού πολιτισμού, όπως η χρήση των τούβλων ως δομικού υλικού, η ανέγερση των ιερών κτιρίων σε πλατφόρμες (γεγονός που οδήγησε αργότερα στη δημιουργία των ζιγκουράτ, των χαρακτηριστικών γιγαντιαίων πύργων με ορόφους) και το σχέδιο των κτιρίων – δωμάτια γύρω από μία αυλή για κατοικίες και ένα ορθογώνιο κελί μπροστά από το οποίο υπήρχαν μία ή περισσότερες αυλές για τους ναούς. Ο σουμεριακός πολιτισμός. Κατά το β’ μισό της 4ης χιλιετίας π.Χ., με την άφιξη των Σουμερίων, ένας νέος πολιτισμός προστέθηκε στο τοπικό υπόβαθρο, στο οποίο ήδη τελούνταν δημιουργικές ζυμώσεις και η Μεσοποταμία εισήλθε αποφασιστικά στην ιστορία. Στους Σουμέριους οφείλεται η εισαγωγή της γραφής, η δυνατότητα χρησιμοποίησης των μετάλλων, η δημιουργία αξιόλογης λογοτεχνίας και μιας τέχνης που ήταν πλέον πλήρης στις αρχιτεκτονικές, πλαστικές και ζωγραφικές εκδηλώσεις της. Στην αρχιτεκτονική, ο ναός, μολονότι διατήρησε τη μεγάλη ορθογώνια αίθουσα με βοηθητικούς χώρους, ξεχωρίζει από το πρότυπο του Αλ-Ουμπαΐντ για την κατασκευή του σε σχήμα Τ, στο επάνω μέρος του οποίου υπήρχε ένας τριπλός ναΐσκος, προορισμένος ίσως για κάποια θεία τριάδα. Τα μεγάλα λατρευτικά συγκροτήματα της Εριντού, της Χαφάτζι και ιδιαίτερα της Ουρούκ (της σημερινής Ουάρκα) έχουν τεράστιες διαστάσεις. Ο λεγόμενος λευκός ναός της Ουρούκ, πρώτο δείγμα υψηλού ναού, και ο ναός της θεάς Ινάνα, διακοσμημένος με μεγάλους ημικίονες, που εφάπτονται στους τοίχους και είναι επενδεδυμένοι με χιλιάδες πολύχρωμους κώνους από πηλό, είναι τα δύο σπουδαιότερα οικοδομήματα των πλούσιων λατρευτικών συγκροτημάτων της Ουρούκ. Παράλληλα με την αρχιτεκτονική εδραιώθηκε και η γλυπτική με σειρά πέτρινων τελετουργικών αγγείων, διακοσμημένων με ανάγλυφες μορφές ηρώων και ζώων, μάλλον μυθολογικής σημασίας. Άλλα έργα, όπως το γυναικείο προσωπείο που είναι γνωστό ως η κυρία της Ουάρκα, το αλαβάστρινο αγγείο και η στήλη του κυνηγιού, όλα από την Ουρούκ, αντιπροσωπεύουν –για τη στιλιστική ευαισθησία τους, τη συνθετική ικανότητα που φανερώνουν και τον εικονογραφικό πλούτο τους– τρεις διαφορετικές εκδηλώσεις μιας καλλιτεχνικής κουλτούρας, που πλέον είναι διαμορφωμένη. Κατά τους πρώτους αιώνες της 3ης χιλιετίας π.Χ. η τέχνη δέχεται και άλλη ώθηση που έχει σχέση με την εμφάνιση ορισμένων πηγών εξουσίας, δηλαδή των πρώτων δυναστειών που κυβέρνησαν τις πόλεις-κράτη Κις, Λαγκάς (τη σημερινή Τελό) και προπάντων την Ουρ (1η δυναστεία, γύρω στο 2550-2400 π.Χ.). Σε αυτές οφείλονται τα πρώτα ανάκτορα, όπως εκείνο της Κις, που αποτελείται από αυλές, περιβαλλόμενες από μικρούς χώρους και μεγάλες αίθουσες, νέοι μεμονωμένοι ναοί σε ψηλά δώματα, γνωστοί κυρίως από την επαρχιακή ζώνη της Ντιάλα, όπως η Χαφάτζι και το Τελ Ασμάρ (άλλοτε Εσνούνα) και, τέλος, μια εικαστική τέχνη στην οποία παράλληλα με τα αναθηματικά ειδώλια εμφανίζεται και σειρά μη θρησκευτικών και ιστορικών απεικονίσεων, που αντικατοπτρίζουν την εκκοσμίκευση της κοινωνίας και την εδραίωση της πολιτικής εξουσίας. Μαρτυρία αυτής της τάσης βλέπουμε στους τάφους της Ουρ, τους λεγόμενους βασιλικούς, λόγω του πλούτου των κτερισμάτων τους. Σε σύγκριση με αυτά, η σειρά των αναθηματικών ειδωλίων που βρέθηκαν στα ιερά προσκυνήματα της Ντιάλα (στο Τελ Ασμάρ και στη Χαφάτζι) φανερώνει μια πιο απλοϊκή τέχνη, αν και παρουσιάζει ενδιαφέρουσα εξέλιξη, από γεωμετρικές έως πιο ρεαλιστικές μορφές. Στον τομέα μιας τέχνης κατεξοχήν ιστορικο-τελετουργικής, μεγάλη στιλιστική δύναμη παρουσιάζει η στήλη των γυπών, που εξυμνεί μια νίκη του βασιλιά Εανάτουμ της 1ης δυναστείας της Ουρ. Η ακαδική και νεοσουμεριακή τέχνη. Μια νέα καλλιτεχνική κατεύθυνση, που χαρακτηρίζεται από διαφορετική ευαισθησία όσον αφορά τους όγκους, μεγαλύτερη πλαστικότητα, ευαίσθητη απέναντι στη φύση, και από έναν τονισμό της μη θρησκευτικής έμπνευσης, παρατηρείται στα έργα που δημιουργήθηκαν κατά την επικράτηση μιας νέας δυναστείας που κατέκτησε τη Σουμέρ, της δυναστείας των Σημιτών της Ακάδ (2380-2263 π.Χ.). Η νέα σημιτική ευαισθησία με πιο ελεύθερες μορφές, επιμήκεις και κομψές, με ελεύθερη συνθετική κατανομή του σχεδίου και με ζωηρούς τονισμούς του τοπίου, επικρατεί στη στήλη του βασιλιά Νάραμ-Σιν και στο μπρούντζινο κεφάλι της Νινευή, που πιστεύεται ότι είναι το κεφάλι του βασιλιά Σαργώνος, ιδρυτή του κράτους της Ακάδ. Η νέα τάση επέδρασε στη νεοσουμεριακή τέχνη των πατέσι (ηγεμόνων-ιερέων) της Λαγκάς και των βασιλιάδων της 3ης δυναστείας της Ουρ (2110-2004 π.Χ.), της οποίας οι σπουδαιότεροι εκπρόσωποι έδωσαν την καλύτερη απόδειξη του δημιουργικού πνεύματός τους στη σειρά των αγαλμάτων του βασιλιά της Λαγκάς, Γκουντέα, και σε μερικά αξιόλογα αγάλματα γυναικών. Στη νεοσουμεριακή αρχιτεκτονική, ο κάτω ναός εξανθρωπίστηκε, εμπνεόμενος από το σχήμα του βασιλικού ανακτόρου, δηλαδή από τη διάταξη προδόμου-αίθουσας των ακροάσεων. Στο Τελ Ασμάρ, ο ναός του θεού-βασιλιά Σου-Σιν της Ουρ επικοινωνεί με το παλάτι-διαμονή και με το συνεχόμενο με αυτό παλάτι των ακροάσεων, του οποίου αποτελούσε πανομοιότυπο. Αντίθετα, ο άνω ναός μεγεθύνεται σε ζιγκουράτ με ορόφους προς τα πίσω και σκαλοπάτια που οδηγούν σε ιερό στην κορυφή. Τα πιο επιβλητικά δείγματα απαντώνται στην Ουρ, στην Ουρούκ, στην Εριντού κ.α. Ανάμεσα στις σουμεροακαδικές ελάσσονες τέχνες, ιδιαίτερη μνεία αξίζει η χαρακτική κυλινδρικών σφραγίδων, που αποτελούν μία από τις πιο χαρακτηριστικές εκφράσεις της μεσοποταμιακής κουλτούρας. Ο αρχαιοβαβυλωνιακός, ο κασσιτικός και ο μιτανικός πολιτισμός. Με την έναρξη της 2ης χιλιετίας π.Χ., η νότια Μεσοποταμία σημείωσε βαθμιαία παρακμή, στην οποία συνετέλεσαν αρκετά οι εισβολές ημιβάρβαρων λαών, όπως οι Σημίτες Αμορραίοι και αργότερα οι Κασσίτες (Κοσσαίοι), ορεσίβιοι ιρανικής καταγωγής. Το πολιτιστικό κέντρο μετατέθηκε προς τα ΝΔ, στην περιοχή που περιλαμβάνεται μεταξύ των ορέων του Ταύρου και του άνω Τίγρη, όπου η πόλη Μάρι, με τη δραστήρια αμορριτική δυναστεία των Ζίμρι-Λιμ (18ος αι. π.Χ.) ανταγωνιζόταν τη Βαβυλώνα, έδρα της σύγχρονής της αμορριτικής δυναστείας του Χαμουραμπί (19ος – αρχές 16ου αι. π.Χ.). Το μεγάλο ανάκτορο της Μάρι, με το συγκρότημα των κατοικιών και των αιθουσών ακροάσεων, κατανεμημένων γύρω από δύο αυλές και οι ναοί της Ισκάλι στα Ν της Βαγδάτης, με κελί και προθάλαμο διατεταγμένα κατά πλάτος, αντανακλούν την εξέλιξη της σουμεριακής αρχιτεκτονικής παράδοσης. Αντίθετα, πιο πρωτότυπη είναι η εικαστική τέχνη της Μάρι, με τον έντονο νατουραλισμό των δύο μπρούντζινων λιονταριών που φρουρούν τον ναό του Νταγκάν (Δαγών), με τις πλούσιες μορφές της θεάς του αναβλύζοντος αγγείου (αρχαίου μεσοποταμιακού μοτίβου, εξιλεωτικού της βροχής), τα ζωγραφικά έργα του παλατιού, που απεικονίζουν τελετουργικές σκηνές, και τη θεά Ιστάρ. Η τέχνη των Κασσιτών, οι οποίοι κατέκτησαν το βασίλειο του Χαμουραμπί τον 16ο αι. π.Χ., ανέπτυξε παραδοσιακά μεσοποταμιακά στοιχεία στην κατασκευή των ζιγκουράτ και στο σχέδιο του παλατιού της πρωτεύουσας Ντουρ Κουριγκαλζού (σήμερα Άκαρ Κουφ, ΒΔ της Βαγδάτης) και αποτελεί τον πρόδρομο της νεοβαβυλωνιακής τέχνης και της τέχνης των Αχαιμενιδών στα αρχιτεκτονικά ανάγλυφα με τούβλα του ναΐσκου Καραϊντάς στην Ουρούκ και στα ζωγραφικά έργα του παλατιού της Ντουρ Κουριγκαλζού. Στο περίπλοκο και κατά μεγάλο μέρος συγκεχυμένο πανόραμα της ουριτομιτανικής τέχνης, που διαδόθηκε στον μεσοποταμιακό βορρά, ιδιαίτερη θέση κατέχουν τα κεραμικά και οι σφραγίδες, που είναι γνωστά με τις ονομασίες Νούζι ή μιτανικά. Τα πρώτα χαρακτηρίζονται από λευκά μοτίβα σε σκούρο φόντο με σειρές πουλιών, αραβουργήματα και σπείρες αιγιακής επίδρασης. Στις σφραγίδες που, όπως και εκείνες των Κασσιτών, αντιπροσωπεύουν μία από τις πιο εκλεπτυσμένες εκφράσεις εκείνης της περιόδου, επικρατεί το ουριτικό θέμα του δέντρου της ζωής, πιθανώς αιγυπτιακής προέλευσης, που αργότερα είχε μεγάλη απήχηση στην τέχνη των Ασσυρίων και των Αχαιμενιδών. Το ιστορικό ανάγλυφο την εποχή των μεγάλων Ασσυρίων βασιλιάδων. Στα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. τοποθετείται μαζί με την πολιτική ισχύ ο εικαστικός πολιτισμός του πιο βόρειου από τα μεσοποταμιακά κράτη, του ασσυριακού. Μία από τις πιο παλιές και πιο πρωτότυπες εκδηλώσεις του είναι η κατεργασία πολύτιμων λίθων, που ασφαλώς μεταβίβασε πολλά στοιχεία στην κασσιτική τέχνη του 14ου αι. π.Χ. Τα θέματά της στην πιο λαμπρή περίοδο, δηλαδή στον 13ο αι. π.Χ., εμφανίζουν μια ζωηρότητα, μια ευαισθησία προς τη φύση, μια στιλιστική σταθερότητα ανώτερες ίσως από εκείνες της ακαδικής χαρακτικής πολύτιμων λίθων. Στον αρχιτεκτονικό τομέα επικρατεί ο τύπος του ασσυριακού ναού με μακρόστενο κελί και προθάλαμο διατεταγμένα κατά πλάτος και το πρότυπο του ανακτόρου, στο οποίο επικρατεί η ορθογώνια αίθουσα του θρόνου με διάταξη κατά πλάτος πίσω από μια αίθουσα πρόδομο, επίσης κατά πλάτος. Ο αρχαϊκός ναός της Ασύρ, με διπλό ιερό αφιερωμένο στον θεό-σελήνη Σιν και στον θεό-ήλιο Σαμάς, της εποχής του Ασύρ-Νιραρί Α’, αποτέλεσε το πρωτότυπο των ναών που περιλαμβάνονται στα μεγάλα ασσυριακά ανάκτορα, όπως της Νεμρούδ. Κατά τον ίδιο τρόπο, τα ίχνη των αρχαϊκών ανακτόρων της Ασύρ του 13ου αι. π.Χ., της εποχής που γεννιόταν η ασσυριακή δύναμη, αποτελούν τον πρόδρομο των μνημειακών επιτευγμάτων του χρυσού αιώνα του ασσυριακού πολιτισμού στη Νεμρούδ, στη Χορσαμπάτ και στη Νινευή. Την πιο χαρακτηριστική και πιο υψηλή έκφραση της ασσυριακής τέχνης αντιπροσωπεύουν τα ανάγλυφα που διακοσμούσαν το κατώτερο τμήμα των τοίχων των βασιλικών ανακτόρων. Σκηνές μαχών και κυνηγιού, σειρές αυλικών και ανδρών που φέρνουν τους φόρους είναι τα θέματα των αναγλύφων, που μια ζωηρή αφηγηματική καλαισθησία τα κάνει ελκυστικά ακόμα και όταν το θέμα αποκαλύπτει τις άγριες πολεμικές συνήθειες της εποχής. Το στιλ φανερώνει τραχιά πλαστικότητα, με αιχμηρά περιγράμματα και άκαμπτους όγκους, με μεγαλοποιημένες ανατομικές λεπτομέρειες, ιδιαίτερα στα χέρια και στα πόδια. Πιο ελεύθερη είναι η μορφή των ζώων, που δεν συνδέεται με τις αυλικές συμβατικότητες των ανθρώπινων μορφών και φτάνει σε εκφράσεις ενός νατουραλισμού και ενός δυναμισμού που είναι ανυπέρβλητοι. Οι πιο σπουδαίες σειρές αναγλύφων προέρχονται από τις διάφορες πρωτεύουσες. Από τη Νεμρούδ (αρχαία Καλάχ) προέρχονται τα ανάγλυφα του Ασουρναζιρπάλ Β’ (883-859 π.Χ.), από τη Χορσαμπάτ (αρχαία Ντουρ Σαρουκίν) εκείνα του Σαργώνος Β’ (721-705 π.Χ.), από την Κουγιουντζίκ (αρχαία Νινευή) εκείνα του Σεναχιρίμ (Σεναχερίβ, 704-681 π.Χ.) και του Ασουρμπανιπάλ (668-629 π.Χ.). Από τον βαβυλωνιακό στον παρθικό πολιτισμό. Η τελευταία έκφραση της αρχαίας μεσοποταμιακής τέχνης βρίσκεται, με την πτώση της ασσυριακής αυτοκρατορίας, στη νεοβαβυλωνιακή περίοδο (625-538 π.Χ.), οπότε η υποταγή της Μεσοποταμίας πρώτα στους Αχαιμενίδες (558-331 π.Χ.), ύστερα στους Σελευκίδες (331-64 π.Χ.) και, τέλος, στους Πάρθους (247 π.Χ. – 226 μ.Χ.) και τους Σασσανίδες (226-640 μ.Χ.) εξαφάνισε τα λείψανα του αρχαίου πολιτισμού, εμποδίζοντας ταυτόχρονα τον σχηματισμό μιας νέας αυτόνομης τέχνης. Από τα λίγα που διασώθηκαν μπορεί να διαπιστωθεί ότι η Μεσοποταμία των Αχαιμενιδών υπήρξε μόνο μια επαρχία της εικαστικής εκείνης κουλτούρας που καλλιεργήθηκε στα ανάκτορα των Σούσων και της Περσέπολης, ενώ εκείνη των Σελευκιδών μια ελληνική επαρχία. Όμως, η ελληνική επίδραση εξουδετερώθηκε γρήγορα από την αντίδραση του ανατολίτικου στοιχείου, που διαπιστώθηκε σε κάθε τομέα κατά την παρθική περίοδο. Πανάρχαιες πόλεις, όπως η Νιπούρ, η Λαγκάς και η Ασύρ, παρουσιάζουν ανάκτορα παρθικού ρυθμού καθώς και οι νέες πόλεις, για παράδειγμα, η Χάτρα ή οι ιρανικές. Από αυτό το σημείο και μετά, η μεσοποταμιακή περιοχή αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του Ιράν, με ταυτόσημες καλλιτεχνικές δημιουργίες. Δεν είναι τυχαίο ότι η πιο αξιοσημείωτη ομάδα παρθικών γλυπτών προέρχεται από τη Χάτρα, μια μεσοποταμιακή πόλη, ενώ πολλές διακοσμήσεις από γυψοκονία της εποχής των Σασσανιδών βρέθηκαν στην Κις. Κοντά στον ποταμό Τίγρη υπάρχει ένα από τα πιο επιβλητικά λείψανα της περιόδου των Σασσανιδών, το ανάκτορο της Κτησιφώντος, του οποίου η κατασκευή αποδίδεται στον Χοσρόη· αποτελεί πρόδρομο της αίθουσας από την οποία λείπει μια πλευρά. Η ισλαμική τέχνη. Δυστυχώς τίποτα, ή σχεδόν τίποτα, δεν έμεινε από τη μεγάλη καλλιτεχνική άνθηση της αββασιδικής Μεσοποταμίας, μολονότι είχε μεγάλη σπουδαιότητα για την ανάπτυξη μεγάλου μέρους της ισλαμικής τέχνης, ιδιαίτερα με τη διάδοση του τεμένους της Κούφας, με αυλή και υπόστυλη αίθουσα. Η φθαρτότητα του υλικού και οι συστηματικές καταστροφές από τους Μογγόλους ξεθεμελίωσαν όλες τις αρχαίες πρωτεύουσες, Κούφα, Χασιμίγια, Σαμάρα, Βαγδάτη. Από τα αρχιτεκτονήματα που διασώθηκαν, ιδιαίτερη μνεία αξίζει το μεγάλο τέμενος (μεγάλο τζαμί) ή τέμενος των στρατευμάτων της Σαμάρας, με τον γειτονικό μιναρέ, που η ελικοειδής μορφή του θύμιζε με αληθινά υποβλητικό τρόπο τη δομή των ασσυριακών ζιγκουράτ της Χορσαμπάτ, τα πολυτελή ανάκτορα της Σαμάρας, με τρεις ιουάν στην πρόσοψη και χώρους σε σταυροειδή διάταξη γύρω από την κεντρική αυλή και, τέλος, τα εκλεπτυσμένα αρχιτεκτονήματα. Στην τελική φάση της περιόδου των Αββασιδών σημειώθηκε βαθμιαία παρακμή. Οι τελευταίοι δύο αιώνες χαρακτηρίζονται από την υποδούλωση στους Σελτζούκους. Ακόμα και τα μνημεία αντικατοπτρίζουν αυτό το στιλ, όπως οι τάφοι και οι πύργοι του τύπου της Σίτα Ζουμπάιντα, κοντά στη Βαγδάτη. Από την εποχή των Σελτζούκων, μόνο η λαμπρή σχολή μικρογραφίας της Βαγδάτης, των αρχών του 13ου αι., μένει για να μαρτυρήσει πόση δημιουργική ικανότητα υπέβοσκε ακόμα στο αρχαίο ιρακινό κέντρο. Αυτή η σχολή υπήρξε ο γενάρχης της ισλαμικής τέχνης της μικρογραφίας, η οποία αναπτύχθηκε αργότερα στην Περσία των Μογγόλων Τιμουριδών και Σαφαβιδών. Σε αυτή την περίοδο έδωσε βίαιο τέλος η μογγολική κατάκτηση με τις τρομακτικές καταστροφές της. Η παραγωγή των νεότερων χρόνων δεν παρουσιάζει σπουδαία έργα. Πραγματικά, η ιρακινή τέχνη δεν κατόρθωσε ακόμα να βρει μια δική της, αυτόνομη κατεύθυνση, που να την οδηγήσει είτε σε μια άρνηση του πατροπαράδοτου αραβικού στιλ και κατά συνέπεια σε μια προσαρμογή στα ευρωπαϊκά ή αμερικανικά στιλιστικά ρεύματα είτε σε μια πίστη στην πολιτιστική μήτρα και σε δημιουργικές αναζητήσεις. Ανάμεσα στους σημαντικότερους καλλιτέχνες της χώρας συμπεριλαμβάνεται ο Τζουάντ Σαλίμ, ζωγράφος και γλύπτης, στον οποίο μεταξύ άλλων οφείλεται η μνημειακή και συμβολική Αψίδα της επανάστασης του ιρακινού λαού στη Βαγδάτη, και οι Ρακάν Νταμπντούμπ, Χαλίντ Ραχάλ και Ισμαήλ Φατάχ.Αντίθετα με τον αιγυπτιακό λαό, ο λαός της Μεσοποταμίας δεν διατήρησε τις πατροπαράδοτες συνήθειες της απώτατης αρχαιότητας. Πράγματι, η λαϊκή συνείδηση αναμορφώθηκε στις αρχές του ισλαμισμού και ακόμα περισσότερο με τις αναμνήσεις της ένδοξης δυναστείας των Αββασιδών (750-1258). Έτσι έμειναν μόνο μερικά ίχνη εκείνου του πολιτισμού, που απαντώνται στην πατροπαράδοτη ζωή των παλαιών συνοικιών της Βαγδάτης, στη δραστηριότητα της αγοράς και των σουκ, στις πατριαρχικές δομές και στην οικογενειακή ζωή, που χαρακτηρίζεται από την απόλυτη αυθεντία των γερόντων και από τον περιορισμό της γυναίκας στο σπίτι. Η γυναίκα, μολονότι έχει μεγάλη επιρροή στην οικογένεια, δεν μπορεί να κυκλοφορήσει στους δρόμους χωρίς να συνοδεύεται και χωρίς φερετζέ. Πάντως, κατά τις τελευταίες δεκαετίες, σημειώθηκε μεγάλη πρόοδος προς τη βελτίωση της κοινωνικής ζωής και την ισότητα των δύο φύλων, ίσως η μεγαλύτερη από όλα τα αραβικά κράτη. Η ψυχαγωγία των Ιρακινών είναι γενικά πρωτόγονου τύπου. Την ψυχαγωγία προσφέρουν, τις περισσότερες φορές, περιπλανώμενοι τραγουδιστές που περιφέρονται από το ένα χωριό στο άλλο ή κάποια οικογενειακή γιορτή. Η μουσική είναι στην ουσία λαϊκή τέχνη· ο μουσικός μαθαίνει πρακτικά με το αφτί, χωρίς να διαβάζει νότες και πολλές φορές αυτοσχεδιάζει. Στις περιπτώσεις αυτές πρόκειται περισσότερο για πλανόδιους τραγουδιστές παρά για μουσικούς· τραγουδούν, απαγγέλλουν και παράλληλα παίζουν, σύμφωνα με ένα σύστημα που θυμίζει πολύ αρχαίες μπαλάντες. Οι λαϊκοί χοροί είναι πολύ συνηθισμένοι, ιδίως στην ύπαιθρο, με την ευκαιρία γιορτής. Ο χορός του καφέ, γνωστός σε όλο τον αραβικό κόσμο, έχει τις ρίζες του στο Ι. Οι διάφορες φυλές έχουν και αυτές τους παραδοσιακούς χορούς τους· ιδιαίτερα αγαπητός είναι ο χορός της κοιλιάς. Θέαμα που παρακολουθούν πολλοί είναι οι ιπποδρομίες που διοργανώνονται στον ιππόδρομο Αλ-Μανσούρ της Βαγδάτης. Η ιππασία είναι αγαπητό σπορ στο Ι., όπου, μάλιστα, εκτρέφονται θαυμάσια αραβικά καθαρόαιμα άλογα.Η πατροπαράδοτη οικογένεια και οι γιορτές του μουσουλμανικού ημερολογίου. Περισσότερο και από τις ίδιες τις θρησκευτικές εντολές, στη ζωή του Ι. δίνεται μεγάλη βαρύτητα στις παραδοσιακές αξίες,δηλαδή στην προσήλωση στην οικογένεια, στην τιμή και στη μεγαλοψυχία. Στους μουσουλμάνους πριν από τον γάμο συνάπτεται κανονικό συμβόλαιο μεταξύ των δύο οικογενειών, συχνά με τη βοήθεια ενός προξενητή, και καθορίζεται η προίκα την οποία η οικογένεια του γαμπρού πρέπει να πληρώσει στην οικογένεια της νύφης. Οι γάμοι ανάμεσα σε χριστιανούς και μουσουλμάνους απαγορεύονται από τις αντίστοιχες θρησκείες, γι’ αυτό είναι εξαιρετικά σπάνιοι στο Ι. Οι γάμοι μεταξύ σιιτών και σουνιτών μουσουλμάνων, μολονότι είναι αποδεκτοί από τη μουσουλμανική θρησκεία, δεν είναι αποδεκτοί από την πλειονότητα του λαού. Η πολυγαμία, πατροπαράδοτη και αποδεκτή από το Κοράνι, δεν έχει ευρεία εφαρμογή στην πραγματικότητα, για λόγους οικονομικούς. Σύμφωνα με τον μουσουλμανικό νόμο, ο πατέρας έχει απόλυτη εξουσία στη σύζυγο και στα παιδιά. Η γυναίκα αποκτά σπουδαιότητα όταν γίνεται πεθερά και ασκεί την εξουσία της στη νύφη. Ο πατέρας ασχολείται με την εκπαίδευση των αρσενικών παιδιών, τα οποία πρέπει να προετοιμάσει για το μελλοντικό τους επάγγελμα. Στο σύνολό τους, οι μουσουλμάνοι τηρούν όλες τις συνηθισμένες γιορτές που επιβάλλουν οι κανόνες της θρησκείας και συνεπάγονται παύση εργασίας ορισμένες ημέρες. Τέτοιες είναι το τέλος της νηστείας, η μικρή γιορτή, Ιντ ες-σεγίρ, που προσφέρει την ευκαιρία ανταλλαγής πολλών επισκέψεων και κατανάλωσης πολλών γλυκισμάτων, και η μεγάλη γιορτή, Ιντ ελ-κεμπίρ, η οποία τελείται στο τέλος του προσκυνήματος. Σε κάθε οικογένεια σφάζουν ένα αρνί σε ανάμνηση της θυσίας του Αβραάμ (Ιμπραήμ). Άλλες γιορτές είναι του νέου έτους της εγείρας ή Ρας αλ-Αμ, η Ασούρα, η γιορτή των νεκρών, που έχει ιδιαίτερη σπουδαιότητα και δικές της λαϊκές παραδόσεις στους σιίτες και, τέλος, η Μάουλιντ, η γέννηση του Μωάμεθ, ένα είδος εθνικής γιορτής, λιγότερο τελετουργικής από τις άλλες, αλλά πολύ ζωηρής και λαϊκής. Όλες αυτές οι γιορτές καθορίζονται από το σεληνιακό ημερολόγιο. Αν και μετέχουν σε όλες αυτές τις θρησκευτικές γιορτές, οι σιίτες έχουν και μια δική τους πρωτότυπη τελετουργική ζωή που συνδέεται με την προσκύνηση του πρώτου ιμάμη τους (ιμάμ, η κεφαλή της κοινότητας και θρησκευτικός αρχηγός της), Άλι, γαμπρού του προφήτη Μωάμεθ, και των έντεκα απογόνων και διαδόχων του. Στη σιιτική λατρεία υπάρχει και μια άλλη γιορτή, η Ιντ αλ Γαντίρ (18 του μήνα Δου ‘λ-χιτζά), που θυμίζει την παραχώρηση της διαδοχής στον Άλι (σύμφωνα με τη σιιτική δοξασία) από τον προφήτη Μωάμεθ και δίνει χαρακτήρα ιδιαίτερης επισημότητας και οδυνηρού πάθους στη γιορτή της Ασούρα (10 του μήνα Μουχάραμ), η οποία έχει καθιερωθεί σε ανάμνηση του μαρτυρίου του τρίτου ιμάμη Χουσεΐν, γιου του Άλι, που έπεσε υπό τα πλήγματα των σουνιτών Ομεϊάδων στη μάχη της Καρμπάλα (10 Οκτωβρίου 680). Το Ι. είναι στο σύνολό του μουσουλμανική χώρα. Όμως, οι Ιρακινοί είναι χωρισμένοι σε σουνίτες, που είναι οι πιο ορθόδοξοι, και σε σιίτες. Και οι δύο αιρέσεις τηρούν την καθημερινή νηστεία τον μήνα Ραμαντάν (Ραμαζάνι) και το προσκύνημα στη Μέκκα. Επίσης, οι σιίτες κάνουν προσκυνήματα στους ιερούς τόπους τους, όπως για παράδειγμα, στον τάφο του Σίντι Αμπντ Αλ-Κάντερ Γαϊλάνι, διάσημου μυστικιστή του 12ου αι., και στους τόπους της ταφής των ιμάμηδών τους, έξι από τους οποίους είχαν ταφεί στο Ι. Εξαιτίας των διωγμών που ακολούθησαν την εμφάνιση του σχίσματος και συνεχίστηκαν για μεγάλο διάστημα, οι πιστοί του Άλι (Αλή) έχουν το δικαίωμα να καταφεύγουν στην απόκρυψη –τακίγια– της πίστης τους, για να διατηρήσουν την ύπαρξη της κοινότητας. Μερικές ιδιαίτερες φάσεις χαρακτηρίζουν την τήρηση των γενικών μουσουλμανικών τελετουργιών, οι οποίες από μέρους των σιιτών είναι: η προσθήκη στην κλήση για προσευχή της σύστασης «Προσέλθετε εις το καλύτερον των έργων», μια ειδική μορφή πλυσίματος των ποδιών, ο καθορισμός της έναρξης της νηστείας με αστρονομικούς υπολογισμούς και όχι με άμεση παρατήρηση της νέας σελήνης και η εισαγωγή ενός αίνου προς τον Αλλάχ στη νεκρώσιμη ακολουθία. Οι θρησκευτικές μειονότητες, μετά τη μετοίκηση των λίγων Εβραίων στο κράτος του Ισραήλ, αποτελούνται κατά μεγάλο μέρος από χριστιανούς του ορθόδοξου δόγματος. Οι καθολικοί χριστιανικοί ναοί στο Ι. είναι γενικά ανατολικού τυπικού, οι ιερείς μπορούν να παντρευτούν, όχι όμως οι επίσκοποι ούτε οι μοναχοί. Οι Χαλδαίοι, συνενωμένοι με τους ιακωβίτες, έχουν γίνει καθολικοί και εξαρτώνται από τον καθολικό πατριάρχη της Μοσούλης. Οι Αρμένιοι, χριστιανοί ορθόδοξοι ή καθολικοί, είναι περίφημοι τεχνίτες και μηχανικοί και έχουν πολύ ανεπτυγμένο εμπορικό πνεύμα. Ζουν σύμφωνα με το πατριαρχικό σύστημα, με απόλυτο σεβασμό στους μεγαλύτερους της οικογένειας. Οι Σαβαίοι ή Μανδαίοι, πολύ ευσεβείς, είναι χριστιανοί και πιστεύουν στην ανανέωση του βαπτίσματος, γι’ αυτό ζουν πάντοτε κοντά στα ποτάμια, σε καλύβες από βούρλα, συχνά μεγάλες σαν κανονικά σπίτια, για να μπορούν να εκτελούν τις τελετουργικές εκδηλώσεις. Οι Κούρδοι και οι Γεζίτες. Οι Κούρδοι αντιπροσωπεύουν τη μεγαλύτερη μειονότητα του Ι. Αν και δεν έχουν με ακρίβεια καθοριστεί από εθνολογική άποψη, ταξινομούνται ως Ιρανοί (μάτια και μαλλιά πιο ανοιχτόχρωμα από τους Άραβες, πρόσωπα συχνά γωνιώδη, ανάστημα και ρώμη ορεσιβίων). Είναι λαός περήφανος, λίγο υπεροπτικός, που δύσκολα κατορθώνει να συγχωνευθεί με τον υπόλοιπο πληθυσμό. Θρησκεία τους είναι η σουνιτική (υπάρχουν όμως και Κούρδοι σιίτες), ενώ η γλώσσα και τα έθιμά τους έχουν κατά μεγάλο μέρος εξαραβιστεί. Οι γυναίκες δεν συνηθίζουν να σκεπάζουν το πρόσωπό τους και αγαπούν πολύ τα στολίδια. Το Ι. αποτελεί το κύριο κέντρο της περίεργης αίρεσης των Γεζιτών, που αποκαλούνται κοινώς λάτρεις του διαβόλου, γιατί από όλους τους φύλακες-αγγέλους του κόσμου σέβονται τον άγγελο-παγόνι (Μέλεκ Ταούς), σύμβολο της αθανασίας, τα δάκρυά του οποίου έσβησαν την κόλαση. Φαίνεται πως προέρχονται από μια μυστικιστική λατρεία του δεύτερου Ομεϊάδη χαλίφη Γεζίντ. Η διδασκαλία τους όμως, πολύ συγκεχυμένη και περιγραφόμενη στη Μαύρη Βίβλο, δεν έχει πια καμία σχέση με τον ισλαμισμό. Οι τελετουργίες τους έχουν χαρακτηριστικό την προσκύνηση του συμβόλου (σαντζάκ) του παγονιού, το βάπτισμα και την κλάσιν του άρτου (ίσως εμπνευσμένες από τον χριστιανισμό), την περιτομή, τη νηστεία, τις λιτανείες και τους ιερούς χορούς (εμπνευσμένους πιθανώς από τον ισλαμισμό και τον μουσουλμανικό μυστικισμό). Οι Γεζίτες είναι κουρδικής καταγωγής, μιλούν τη γλώσσα των Κούρδων και ζουν κυρίως στο Τζέμπελ Σιντζάρ, στη βόρεια Μεσοποταμία.Οι πατροπαράδοτες ενδυμασίες του Ι. ποικίλλουν, όχι μόνο ανάλογα με την περιοχή αλλά και ανάλογα με τη θρησκεία και τη φυλή. Οι βεδουίνοι φορούν στο κεφάλι ένα τετράγωνο ύφασμα στερεωμένο με ένα σχοινί πλεγμένο από τρίχες καμήλας (διακοσμημένο ανάλογα με την οικονομική δυνατότητα αυτού που το φορά) και ένα μακρύ και ίσιο ρούχο κάτω από έναν επενδύτη από τρίχες καμήλας, μαύρο, καστανό ή άσπρο, και σανδάλια στα πόδια. Οι Κούρδοι, αντίθετα, φορούν φουσκωτά παντελόνια, σφιγμένα στη μέση με ζωνάρι, όπου βάζουν συνήθως τα χρήματα και ένα μαχαίρι. Φέρουν δερμάτινα σανδάλια με ανυψωμένη μύτη στα πόδια και τον χειμώνα, στα ορεινά, φοδραρισμένο σακάκι και πανωφόρι με ζωηρά χρώματα. Οι ορεινές φυλές του βόρειου Ι. ντύνονται, γενικά, σύμφωνα με την περσική μόδα, με πολύ φαρδιά παντελόνια από βαρύ σκούρο ύφασμα, μακριά έως τους αστραγάλους, όπου κλείνουν ή διατηρούνται φαρδιά, ένα φαρδύ πουκάμισο που καλύπτει το εσώρουχο έως τα γόνατα, ζώνη και κεντητό γιλέκο και σανδάλια με ανυψωμένη μύτη. Οι γυναίκες βάφουν τα χέρια, τα πόδια και τα μάτια με χένα (κινά) και πλέκουν τα μαλλιά σε μικρές κοτσίδες. Παλαιότερα και οι άντρες έβαφαν μαύρη τη μακριά γενειάδα και τα μαλλιά τους. Το παραδοσιακό κάλυμμα του κεφαλιού των Αράβων της Μεσοποταμίας είναι, αντίθετα, ένα κομμάτι υφάσματος με ζωηρά χρώματα, το οποίο στερεώνουν στο κεφάλι με χοντρό κορδόνι. Οι χριστιανοί του Τιλ Καΐφ χρησιμοποιούν ακόμα το πατροπαράδοτο κωνικό καπέλο από ασήμι ή κασσίτερο. Οι γυναίκες τους φέρουν στο κεφάλι πορτοκαλί μαντίλι και κόκκινο φουστάνι, πολύ φαρδύ. Οι Γεζίτες αφήνουν όλοι γενειάδα και φορούν παντελόνια παρόμοια με εκείνα των Κούρδων. Οι Σαβαίοι αφήνουν και αυτοί γενειάδα, αλλά φορούν τον χιτώνα και το κάλυμμα του κεφαλιού των Αράβων. Βομβαρδισμός της Βαγδάτης τον Απρίλιο του 2003 (φωτ. ΑΠΕ) Τάφοι του περίφημου νεκροταφείου της Νατζάφ, όπου θάβονται σιίτες από όλα τα μέρη του ισλαμικού κόσμου. Η πύλη εισόδου της εσωτερικής ζώνης των τειχών της παρθικής πόλης Χάτρα (2ος αι. μ.Χ.). Σιίτες μουσουλμάνοι προσέρχονται σε τέμενος που βρίσκεται στην ιερή πόλη του Ιράκ Καρπάλα, για τη γιορτή της Ασούρα (φωτ. ΑΠΕ). Μουσουλμανικό τέμενος στη Βαγδάτη (φωτ. ΑΠΕ). Γύψινο ανδρικό άγαλμα, στιλιζαρισμένο, αλλά αξιοσημείωτου ρεαλισμού. Ένα άγαλμα της Χάτρα, σημαντικό δείγμα παρθικής γλυπτικής. Λεπτομέρεια μιας στήλης που βρέθηκε στη Νινευή και παριστάνει τον Ασουρμπανιπάλ στο άρμα του. Κεφάλι ταύρου σε μασίφ χρυσό, διακόσμηση μιας άρπας που βρέθηκε στην Ουρ (Ιρακινό Μουσείο, Βαγδάτη). Το μπρούντζινο προσωπείο του Σαργώνος Α’ του Μεγάλου, ιδρυτή της δυναστείας της Ακάδ. Αλαβάστρινο τελετουργικό αγγείο με σκηνές προσφοράς στον θεό Ινίν, που έχουν αποδοθεί με συνθετική ικανότητα και εικονογραφικό πλούτο. Η «Κυρία της Ουάρκα», γυναικείο κεφάλι σε λευκό μάρμαρο, κάποιας θεάς ίσως, που ανακαλύφθηκε στην Ουρούκ. Οι επιθεωρητές του ΟΗΕ συνέχιζαν τις έρευνες τους για τον εντοπισμό όπλων μαζικής καταστροφής στο Ιράκ μέχρι τον Μάρτιο του 2003? στη φωτογραφία, στιγμιότυπο από την είσοδο τους στο προεδρικό μέγαρο στη Βαγδάτη (φωτ. ΑΠΕ). Το Απρίλιο του 2003, χερσαίες αμερικανικές δυνάμεις κατέλαβαν τη Βαγδάτη (φωτ. ΑΠΕ). Τελετή στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη στην επέτειο του πολέμου με το Ιραν (φωτ. ΑΠΕ). Ο στρατηγός Κάσεμ, ιδρυτής της ιρακινής δημοκρατίας το 1958, που δολοφονήθηκε το 1963. Ο πρόεδρος του Ιράκ Σαντάμ Χουσεΐν (1979-2003) (φωτ. ΑΠΕ). Δρόμος της αρχαίας Βαβυλώνας, που υπήρξε σπουδαίο πολιτικό και πολιτιστικό κέντρο της Μεσοποταμίας. Η ανακάλυψη των πετρελαίων στο Ιράκ το 1922 δημιούργησε στη χώρα προοπτικές για ένα ευοίωνο και πλούσιο μέλλον (φωτ. ΑΠΕ). Τμήμα της αρχαίας πόλης της Βαβυλώνας (φωτ. ΑΠΕ). Το μεγάλο πέτρινο λιοντάρι στα ερείπια της Βαβυλώνας, χεττιτικό έργο που μετέφερε ως πολεμικό τρόπαιο στη Βαβυλώνα ο Ναβουχοδονόσορ Β’. Χαρτονόμισμα των 10.000 ιρακινών δηναρίων που εκδόθηκε το 2001? ίσως είναι το τελευταίο που απεικονίζει τον Σαντάμ Χουσεΐν. Αρχαιολογικός χώρος κοντά στην πόλη Ουμ αλ Ακαρέμπ, όπου εντοπίστηκε αρχαία πόλη των Σουμερίων (φωτ. ΑΠΕ). Η Βαγδάτη φημίζεται για τα γλυκά της (φωτ. ΑΠΕ). Οι χουρμάδες και τα ξερά φρούτα κατακλύζουν τις αγορές του Ιράκ (φωτ. ΑΠΕ). Χουρμάδες στην κεντρική αγορά της Βαγδάτης. Άποψη της Βασόρας, του κυριότερου λιμανιού του Ιράκ. Εγκαταστάσεις στις πετρελαιοπηγές της Ζουμπαΐρ, που συνδέονται μέσω πετρελαιαγωγού με το λιμάνι Φάο, στο νότιο τμήμα του Ιράκ. Ευρεία άποψη του αστικού κέντρου της Βαγδάτης, πρωτεύουσας του Ιράκ. Το λιμάνι του Ουμ Κασρ, το οποίο αποτελεί τη μοναδική πρόσβαση του Ιράκ στον Περσικό κόλπο, ήταν ο πρώτος στόχος των αμερικανικών δυνάμεων που εισέβαλαν στο Ιράκ την άνοιξη του 2003 (φωτ. ΑΠΕ). Το Ιράκ παρουσιάζει, ιδιαίτερα στις περιφερειακές ζώνες αλλά και ανάμεσα στους κατοίκους των πόλεων, ένα ποικίλο εθνικό μωσαϊκό (φωτ. ΑΠΕ). Οι Κούρδοι, οι οποίοι αποτελούν τη μεγαλύτερη μειονότητα στο Ιράκ και ζουν κυρίως στις βόρειες περιοχές, διατηρούν τις ιδιαίτερες παραδόσεις τους (φωτ. ΑΠΕ). Χαρακτηριστικός τύπος Ιρακινής. Ο Τίγρης, ο ποταμός που διασχίζει τη Βαγδάτη, είναι πλούσιος σε νερά, αφού δέχεται ορισμένους σημαντικούς παραπόταμους από τις περσικές οροσειρές (φωτ. ΑΠΕ). Ο Ευφράτης ποταμός είναι ελικοειδής και χρησιμοποιείται κυρίως για αρδευτικούς σκοπούς (φωτ. ΑΠΕ). Δορυφορική φωτογραφία της λίμνης Μιχλ (φωτ. ΝΑSA, earth.jsc.nasa.gov). Απλές μορφές διάβρωσης στην ιρακινή έρημο, δυτικά της Καρμπάλα. Δορυφορική φωτογραφία της Βαγδάτης (φωτ. ΝΑSA, earth.jsc.nasa.gov). Άποψη της Βαγδάτης (φωτ. ΑΠΕ). Ένα από τα εντυπωσιακά παλάτια της Βαγδάτης, το οποίο χρησιμοποιούσε ο Σαντάμ Χουσεΐν, πριν από την εισβολή στο Ιράκ των αμερικανικών στρατευμάτων τον Απρίλιο του 2003 (φωτ. ΑΠΕ). Μικρή Ιρακινή στη διάρκεια προσευχής (φωτ. ΑΠΕ). Η Καρπάλα είναι μια από τις ιερές πόλεις των σιιτών στο Ιράκ (φωτ. ΑΠΕ). Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… …   Dictionary of Greek

  • Μεσανατολικό — Όρος με τον οποίο αποδίδεται η μακροχρόνια διαμάχη μεταξύ των αραβικών κρατών της Μέσης Ανατολής (Μικρά Ασία, Αραβική χερσόνησος και βορειοανατολική Αφρική) και του Ισραήλ, σχετικά με εδαφικές και άλλες διεκδικήσεις. Η σύγκρουση του 1948 ανάμεσα… …   Dictionary of Greek

  • Κουβέιτ — Επίσημη ονομασία: Εμιράτο του Κουβέιτ Έκταση: 17.818 τ. χλμ. Πληθυσμός: 2.111.561 (2002) Πρωτεύουσα: Κουβέιτ (32.600 κάτ. το 2003)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β και ΒΔ με το Ιράκ και στα Ν και ΝΔ με τη Σαουδική… …   Dictionary of Greek

  • Κουρδιστάν — (Kurdistan). Ιστορική γεωγραφική περιοχή της δυτικής Ασίας που διαμοιράζεται σήμερα πολιτικά ανάμεσα στην Τουρκία –κατά το μεγαλύτερο τμήμα–, στο Ιράκ και στο Ιράν. Επειδή πρόκειται για περιοχή κυρίως εθνολογική και γλωσσική και όχι γεωγραφική, ο …   Dictionary of Greek

  • Μοσούλη — (Mosul ή αραβκ. Al Mawsil). Πόλη (664.223 κάτ. το 1987) του βορείου Ιράκ, πρωτεύουσα της επαρχίας Νινάουα ή Νινευή· η παράθεση πρόσφατων πληθυσμιακών στοιχείων καθίσταται δύσκολη, εξαιτίας της ασαφούς κατάστασης που ισχύει στην περιοχή, μετά τη… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… …   Dictionary of Greek

  • Αραβικός Σύνδεσμος — (League of Arab States). Οργάνωση των αραβικών κρατών που ιδρύθηκε το 1945 για να εκφράσει την πολιτική και πνευματική ενότητα των Αράβων. Από την εποχή που οι Άραβες απαλλάχτηκαν από τον οθωμανικό ζυγό, κατεύθυναν την πολιτική τους για την… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”